τενθρηδών: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναιsorrow is that which hinders motion

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''τενθρηδών:''' όνος ὁ [[земляная]] оса Arst.
|elrutext='''τενθρηδών:''' όνος ὁ [[земляная оса]] Arst.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''τενθρηδών''': -όνος<br />{tenthrēdṓn}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Wespe]], [[Waldbiene]] (Arist., Dsk.),<br />'''Derivative''': -ήνη f. ib. (Nik.) mit -ήνιον n. ‘Nest der τ.’ (Arist.), -ην(ι)ώδης [[wabenähnlich]], [[durchlöchert]] (Hp., Plu., Demokr. ap. Ael.; in der Überlieferung stark entstellt, z.T. zweifelhaft).<br />'''Etymology''': S. [[ἀνθρηδών]], [[ἀνθρήνη]], auch [[πεμφρηδών]], [[θρῆνος]] und [[τέρθρον]].<br />'''Page''' 2,877
|ftr='''τενθρηδών''': -όνος<br />{tenthrēdṓn}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Wespe]], [[Waldbiene]] (Arist., Dsk.),<br />'''Derivative''': -ήνη f. ib. (Nik.) mit -ήνιον n. ‘Nest der τ.’ (Arist.), -ην(ι)ώδης [[wabenähnlich]], [[durchlöchert]] (Hp., Plu., Demokr. ap. Ael.; in der Überlieferung stark entstellt, z.T. zweifelhaft).<br />'''Etymology''': S. [[ἀνθρηδών]], [[ἀνθρήνη]], auch [[πεμφρηδών]], [[θρῆνος]] und [[τέρθρον]].<br />'''Page''' 2,877
}}
}}

Revision as of 16:20, 13 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τενθρηδών Medium diacritics: τενθρηδών Low diacritics: τενθρηδών Capitals: ΤΕΝΘΡΗΔΩΝ
Transliteration A: tenthrēdṓn Transliteration B: tenthrēdōn Transliteration C: tenthridon Beta Code: tenqrhdw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ, a kind of wasp that makes its nest in the earth, Arist.HA629a31, Dsc.5.109; cf. sq.

German (Pape)

[Seite 1091] όνος, ἡ, eine Bienen- od. Wespenart; Arist. H. A. 9, 43; Nic. Al. 199. Vgl. ἀνθρηδών u. πεμφρηδών.

French (Bailly abrégé)

όνος (ὁ) :
sorte d'abeille ou de guêpe, litt. « l'insecte suceur ».
Étymologie: τένθης -- DELG pas d'étym. claire.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, τυπικό της οικογένειας τενθρηδονίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. τενθρηδών σχηματισμένη πιθ. με αναδιπλασιασμό (< τερ-θρη-δών, με ανομοίωση του πρώτου -ρ- σε -ν-) και επίθημα -ηδών (πρβλ. πεμφρηδών) συνδέεται πιθ. με τη λ. θρήνος και τον τ. που παραδίδει ο Ησύχιος θρώναξ
κηφήν και επίσης με τα αρχ. ιδν. dhranati «αντηχώ» και γερμ. Drohne «κηφήνας», drohnen «αντιλαλώ». Παράλληλα με τον τ. τενθρηδών μαρτυρείται και ο τ. τενθρήνη (πρβλ. ἀνθρήνη). Απίθανες, τέλος, φαίνονται οι συνδέσεις της λ. τόσο με τον τ. τένθης «λαίμαργος», όσο και με τον τ. τέρθρον «τέλος, τέρμα»].

Russian (Dvoretsky)

τενθρηδών: όνος ὁ земляная оса Arst.

Frisk Etymology German

τενθρηδών: -όνος
{tenthrēdṓn}
Grammar: f.
Meaning: Wespe, Waldbiene (Arist., Dsk.),
Derivative: -ήνη f. ib. (Nik.) mit -ήνιον n. ‘Nest der τ.’ (Arist.), -ην(ι)ώδης wabenähnlich, durchlöchert (Hp., Plu., Demokr. ap. Ael.; in der Überlieferung stark entstellt, z.T. zweifelhaft).
Etymology: S. ἀνθρηδών, ἀνθρήνη, auch πεμφρηδών, θρῆνος und τέρθρον.
Page 2,877