λωβός: Difference between revisions

From LSJ

ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[λωβός]], -ή, -όν)<br />[[λεπρός]], [[λωβιάρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για καρπό) κακής ποιότητας, [[ελαττωματικός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) [[αδύνατος]]<br />β) [[ανάπηρος]]<br />γ) [[ανάξιος]] λόγου, [[ασήμαντος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. [[σχηματισμός]] <span style="color: red;"><</span> [[λώβα]] «[[λέπρα]]»].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[λωβός]], -ή, -όν)<br />[[λεπρός]], [[λωβιάρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για καρπό) κακής ποιότητας, [[ελαττωματικός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) [[αδύνατος]]<br />β) [[ανάπηρος]]<br />γ) [[ανάξιος]] λόγου, [[ασήμαντος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. [[σχηματισμός]] <span style="color: red;"><</span> [[λώβα]] «[[λέπρα]]»].
}}
{{pape
|ptext== [[λωβητός]], <i>EM</i>. 570.37, zweifelhaft<br>Bei den Byzant. = <i>der [[Aussätzige]]</i>. Vgl. [[λώβη]].
}}
}}

Revision as of 16:32, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωβός Medium diacritics: λωβός Low diacritics: λωβός Capitals: ΛΩΒΟΣ
Transliteration A: lōbós Transliteration B: lōbos Transliteration C: lovos Beta Code: lwbo/s

English (LSJ)

ή, όν, = λωβητός, coinage in EM570.37.

Greek (Liddell-Scott)

λωβός: -ή, -όν, = λωβητός, Μέγ. Ἐτυμολ. 570. 37. II. παρὰ Βυζαντίνοις συγγραφ., λεπρός· ἴδε λώβη ΙΙ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM λωβός, -ή, -όν)
λεπρός, λωβιάρης
νεοελλ.
1. (για καρπό) κακής ποιότητας, ελαττωματικός
2. (για πρόσ.) α) αδύνατος
β) ανάπηρος
γ) ανάξιος λόγου, ασήμαντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός < λώβα «λέπρα»].

German (Pape)

λωβητός, EM. 570.37, zweifelhaft
Bei den Byzant. = der Aussätzige. Vgl. λώβη.