λωβός

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωβός Medium diacritics: λωβός Low diacritics: λωβός Capitals: ΛΩΒΟΣ
Transliteration A: lōbós Transliteration B: lōbos Transliteration C: lovos Beta Code: lwbo/s

English (LSJ)

λωβή, λωβόν, = λωβητός, coinage in EM570.37.

Greek (Liddell-Scott)

λωβός: -ή, -όν, = λωβητός, Μέγ. Ἐτυμολ. 570. 37. II. παρὰ Βυζαντίνοις συγγραφ., λεπρός· ἴδε λώβη ΙΙ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM λωβός, -ή, -όν)
λεπρός, λωβιάρης
νεοελλ.
1. (για καρπό) κακής ποιότητας, ελαττωματικός
2. (για πρόσ.) α) αδύνατος
β) ανάπηρος
γ) ανάξιος λόγου, ασήμαντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός < λώβα «λέπρα»].

German (Pape)

λωβητός, EM. 570.37, zweifelhaft
Bei den Byzant. = der Aussätzige. Vgl. λώβη.