συνυφή: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συνῠφή -ῆς, ἡ [συνυφαίνω] weefsel. Plat. Lg. 734e. samenvoeging, constructie:. τῶν οἰκήσεων van huizen Plat. Epin. 975b.
|elnltext=συνῠφή -ῆς, ἡ [συνυφαίνω] weefsel. Plat. Lg. 734e. samenvoeging, constructie:. τῶν οἰκήσεων van huizen Plat. Epin. 975b.
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>das [[Gewebe]]</i>; ξυνυφὴν (vulg. ξυμφυήν) ἢ καὶ πλέγμ' ἄλλ' [[ὁτιοῦν]], Plat. <i>Legg</i>. V.734e; auch ἡ τῶν οἰκήσεων [[συνυφή]], <i>Epinom</i>. 975a; und Sp.
}}
}}

Revision as of 16:34, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνῠφή Medium diacritics: συνυφή Low diacritics: συνυφή Capitals: ΣΥΝΥΦΗ
Transliteration A: synyphḗ Transliteration B: synyphē Transliteration C: synyfi Beta Code: sunufh/

English (LSJ)

ἡ, A = συνύφασμα, web, Pl.Lg.734e. 2 metaph., construction, οἰκήσεων Id.Epin.975b; ἐρωτικὴ ξ. amorous embrace, Max. Tyr.26.5 (ξυμφυήν Reiske).

Russian (Dvoretsky)

συνῠφή:
1) ткань Plat.;
2) устройство; строительство (τῶν οἰκήσεων Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

συνῠφή: ἡ, = συνύφασμα, ὕφασμα, Πλάτ. Νόμ. 734Ε. 2) μεταφορ., κατασκευή, οἰκήσεων ὁ αὐτ. ἐν Ἐπινομ. 975Β· σ. ἐρωτικὴ Μάξ. Τύρ. 265.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυνυφή, ἡ, Α
1. πλοκήκαθάπερ οὖν δή τινα ξυνυφὴν ἢ καὶ πλέγμ' ἄλλο», Πλάτ.)
2. πρόσθετο ύφασμα που προκύπτει από τη διάνοιξη του κυρίως υφάσματος
3. μτφ. α) σύνθεση, κατασκευή
β) ερωτική περίπτυξη («ἐρωτικὴν... ξυνυφήν», Μάξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὑφή (πρβλ. παρ-υφή].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνῠφή -ῆς, ἡ [συνυφαίνω] weefsel. Plat. Lg. 734e. samenvoeging, constructie:. τῶν οἰκήσεων van huizen Plat. Epin. 975b.

German (Pape)

ἡ, das Gewebe; ξυνυφὴν (vulg. ξυμφυήν) ἢ καὶ πλέγμ' ἄλλ' ὁτιοῦν, Plat. Legg. V.734e; auch ἡ τῶν οἰκήσεων συνυφή, Epinom. 975a; und Sp.