τρανός: Difference between revisions

From LSJ

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source
(41)
m (pape replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tranos
|Transliteration C=tranos
|Beta Code=trano/s
|Beta Code=trano/s
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[τρανής]].</span>
|Definition=v. [[τρανής]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τρανός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />[[προφανής]], [[ολοφάνερος]] (α. «αυτό ήταν τρανή [[απόδειξη]] της ενοχής του» β. «ἦν ἆρα τρανὸς αἷνος ἀνθρώπων ὅδε» Μοσχί.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μεγάλος]] ως [[προς]] την [[ηλικία]], το [[ανάστημα]] ή τον βαθμό<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> αυτός που έχει πολύ πλούτο και [[μεγάλη]] [[δύναμη]], [[σπουδαίος]] («έγινε [[μεγάλος]] και [[τρανός]] [[τώρα]] και δεν μάς μιλάει»)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[τρανός]]<br />α) [[αξιωματούχος]]<br />β) [[είδος]] παραδοσιακού χορού από την [[περιοχή]] της Μακεδονίας<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «θέλεις το τρανό [[χουλιάρι]]; πάρε και μεγάλο [[φτυάρι]]» — δηλώνει ότι όσοι έχουν μεγάλες αξιώσεις [[πρέπει]] να προσφέρουν και ανάλογες υπηρεσίες<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>τρανόν</i><br />με [[διαυγή]] τρόπο, [[τρανώς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τρανώς]]/ <i>τρανῶς</i> ΝΜΑ και [[τρανά]] Ν<br />με τρανό, ολοφάνερο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. τ. του επιθ. [[τρανής]], [[κατά]] τη θεματική [[κλίση]]].
|mltxt=-ή, -ό / [[τρανός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />[[προφανής]], [[ολοφάνερος]] (α. «αυτό ήταν τρανή [[απόδειξη]] της ενοχής του» β. «ἦν ἆρα τρανὸς αἷνος ἀνθρώπων ὅδε» Μοσχί.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μεγάλος]] ως [[προς]] την [[ηλικία]], το [[ανάστημα]] ή τον βαθμό<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> αυτός που έχει πολύ πλούτο και [[μεγάλη]] [[δύναμη]], [[σπουδαίος]] («έγινε [[μεγάλος]] και [[τρανός]] [[τώρα]] και δεν μάς μιλάει»)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[τρανός]]<br />α) [[αξιωματούχος]]<br />β) [[είδος]] παραδοσιακού χορού από την [[περιοχή]] της Μακεδονίας<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «θέλεις το τρανό [[χουλιάρι]]; πάρε και μεγάλο [[φτυάρι]]» — δηλώνει ότι όσοι έχουν μεγάλες αξιώσεις [[πρέπει]] να προσφέρουν και ανάλογες υπηρεσίες<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>τρανόν</i><br />με [[διαυγή]] τρόπο, [[τρανώς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τρανώς]]/ <i>τρανῶς</i> ΝΜΑ και [[τρανά]] Ν<br />με τρανό, ολοφάνερο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. τ. του επιθ. [[τρανής]], [[κατά]] τη θεματική [[κλίση]]].
}}
{{elru
|elrutext='''τρᾱνός:''' Plut., Sext. = [[τρανής]].
}}
{{pape
|ptext=[ᾱ], seltenere [[Nebenform]] von [[τρανής]], τρανότερον Antiphil. 23 (IX.298).
}}
}}

Latest revision as of 16:34, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾱνός Medium diacritics: τρανός Low diacritics: τρανός Capitals: ΤΡΑΝΟΣ
Transliteration A: tranós Transliteration B: tranos Transliteration C: tranos Beta Code: trano/s

English (LSJ)

v. τρανής.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. τρανής;
Cp. τρανότερος.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τρανός, -ή, -όν, ΝΜΑ
προφανής, ολοφάνερος (α. «αυτό ήταν τρανή απόδειξη της ενοχής του» β. «ἦν ἆρα τρανὸς αἷνος ἀνθρώπων ὅδε» Μοσχί.)
νεοελλ.
1. μεγάλος ως προς την ηλικία, το ανάστημα ή τον βαθμό
2. συνεκδ. αυτός που έχει πολύ πλούτο και μεγάλη δύναμη, σπουδαίος («έγινε μεγάλος και τρανός τώρα και δεν μάς μιλάει»)
3. το αρσ. ως ουσ. ο τρανός
α) αξιωματούχος
β) είδος παραδοσιακού χορού από την περιοχή της Μακεδονίας
4. παροιμ. «θέλεις το τρανό χουλιάρι; πάρε και μεγάλο φτυάρι» — δηλώνει ότι όσοι έχουν μεγάλες αξιώσεις πρέπει να προσφέρουν και ανάλογες υπηρεσίες
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) τρανόν
με διαυγή τρόπο, τρανώς.
επίρρ...
τρανώς/ τρανῶς ΝΜΑ και τρανά Ν
με τρανό, ολοφάνερο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του επιθ. τρανής, κατά τη θεματική κλίση].

Russian (Dvoretsky)

τρᾱνός: Plut., Sext. = τρανής.

German (Pape)

[ᾱ], seltenere Nebenform von τρανής, τρανότερον Antiphil. 23 (IX.298).