τρανός: Difference between revisions
οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (pape replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tranos | |Transliteration C=tranos | ||
|Beta Code=trano/s | |Beta Code=trano/s | ||
|Definition= | |Definition=v. [[τρανής]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 18: | Line 18: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τρᾱνός:''' Plut., Sext. = [[τρανής]]. | |elrutext='''τρᾱνός:''' Plut., Sext. = [[τρανής]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ᾱ], seltenere [[Nebenform]] von [[τρανής]], τρανότερον Antiphil. 23 (IX.298). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:34, 24 November 2022
English (LSJ)
v. τρανής.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. τρανής;
Cp. τρανότερος.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τρανός, -ή, -όν, ΝΜΑ
προφανής, ολοφάνερος (α. «αυτό ήταν τρανή απόδειξη της ενοχής του» β. «ἦν ἆρα τρανὸς αἷνος ἀνθρώπων ὅδε» Μοσχί.)
νεοελλ.
1. μεγάλος ως προς την ηλικία, το ανάστημα ή τον βαθμό
2. συνεκδ. αυτός που έχει πολύ πλούτο και μεγάλη δύναμη, σπουδαίος («έγινε μεγάλος και τρανός τώρα και δεν μάς μιλάει»)
3. το αρσ. ως ουσ. ο τρανός
α) αξιωματούχος
β) είδος παραδοσιακού χορού από την περιοχή της Μακεδονίας
4. παροιμ. «θέλεις το τρανό χουλιάρι; πάρε και μεγάλο φτυάρι» — δηλώνει ότι όσοι έχουν μεγάλες αξιώσεις πρέπει να προσφέρουν και ανάλογες υπηρεσίες
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) τρανόν
με διαυγή τρόπο, τρανώς.
επίρρ...
τρανώς/ τρανῶς ΝΜΑ και τρανά Ν
με τρανό, ολοφάνερο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του επιθ. τρανής, κατά τη θεματική κλίση].
Russian (Dvoretsky)
τρᾱνός: Plut., Sext. = τρανής.
German (Pape)
[ᾱ], seltenere Nebenform von τρανής, τρανότερον Antiphil. 23 (IX.298).