ἀποδεής: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[δέω]<br />[[wanting]] [[much]], not [[fully]] manned, Plut.
|mdlsjtxt=[δέω]<br />[[wanting]] [[much]], not [[fully]] manned, Plut.
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>[[mangelhaft]], [[unvollständig]]</i>, [[ἀγγεῖον]] ἀπ., <span class="ggns">Gegensatz</span> πλῆρες, Plut. <i>Symp</i>. 7.3.2; ἀποδεοῦς γιγνομένου [[πίθου]] <i>ib</i>. 1; [[ναῦς]], den πληρουμέναις [[entgegengesetzt]], <i>Anton</i>. 62.
}}
}}

Revision as of 16:39, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδεής Medium diacritics: ἀποδεής Low diacritics: αποδεής Capitals: ΑΠΟΔΕΗΣ
Transliteration A: apodeḗs Transliteration B: apodeēs Transliteration C: apodeis Beta Code: a)podeh/s

English (LSJ)

ές, (δέω B) empty, ἀγγεῖον Arist.Fr.224, Plu.2.967a; ναῦς ἀ. not fully manned, Id.Ant.62: metaph. of persons, Id.2.473e.

Spanish (DGE)

-ές
• Morfología: [compar. ἀποδεέστερος Poll.1.198]
1 vacío, ἀγγεῖον Arist.Fr.224, cf. Poll.l.c., PSI 535.18, 24, 26 (III d.C.)
fig. de pers. vano Plu.2.473d.
2 insuficientemente tripulado ναῦς Plu.Ant.62.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à quoi il manque qch, non rempli, incomplet.
Étymologie: ἀπό, δέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδεής:
1) неполный (πίθος Plut.);
2) неукомплектованный, недостаточно оснащенный (ναῦς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδεής: -ές, (δέω) ὁ ἀποδέων, ὁ μὴ πλήρης, Ἀριστ. Ἀποσπ. 215, Πλούτ., κλ. ναῦς ἀποδεής, ἡ μὴ ἔχουσα τέλειον πλήρωμα ἀνδρῶν, ὁ αὐτ. Ἀντών. 62.

Greek Monolingual

ἀποδεής, -ές (Α)
ο ελλιπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + -δεής < δέω «έχω έλλειψη, στερούμαι, έχω ανάγκη» (πρβλ. ενδεής, καταδεής κ.ά.)].

Greek Monotonic

ἀποδεής: ές (δέω), αυτός που έχει πολλές ελλείψεις, που δεν είναι πλήρης· μη πλήρως επανδρωμένος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

[δέω]
wanting much, not fully manned, Plut.

German (Pape)

ές, mangelhaft, unvollständig, ἀγγεῖον ἀπ., Gegensatz πλῆρες, Plut. Symp. 7.3.2; ἀποδεοῦς γιγνομένου πίθου ib. 1; ναῦς, den πληρουμέναις entgegengesetzt, Anton. 62.