κουρεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(7)
 
m (pape replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=koureyo
|Transliteration C=koureyo
|Beta Code=koureu/w
|Beta Code=koureu/w
|Definition=only in Pass., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[κουρεύομαι]].</span>
|Definition=only in Pass., v. [[κουρεύομαι]].
}}
{{ls
|lstext='''κουρεύω''': (κουρεὺς) ὡς καὶ νῦν, Εὐστ. Πονημ. 229. 65· ― Μέσ., Μαλαλ. 80Β, Εὐστ. Πονημ. 229. 19.
}}
{{grml
|mltxt=(Μ [[κουρεύω]]) [[κουρεύς]]<br /><b>1.</b> [[κόβω]] τα μαλλιά ή τα γένεια κάποιου<br /><b>2.</b> [[κόβω]] το [[τρίχωμα]] ζώων («τα πρόβατα κουρεύονται και το [[τυρί]] ζυγιέται», Πολίτ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «άσ' τον να κουρεύεται» — μην του δίνεις [[σημασία]], μην τον υπολογίζεις<br />β) «[[άντε]] κουρέψου» ή «άι να κουρεύεσαι» — ως [[έκφραση]] αδιαφορίας ή περιφρόνησης<br />γ) «πήγε για [[μαλλί]] και βγήκε κουρεμένος» — πέτυχε το αντίθετο από αυτό που επιδίωκε<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «πιάσ' τ' [[αβγό]] και κούρεψέ το» ή «κουρεύει τ' [[αβγό]] και παίρνει το [[μαλλί]] του» — για κάποιον που ματαιοπονεί<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[χειροτονώ]], [[δίνω]] το μοναχικό [[σχήμα]] διά της [[κουράς]]<br /><b>2.</b> [[κουρεύω]] τα μαλλιά του κεφαλιού μου σε [[ένδειξη]] πένθους<br /><b>3.</b> [[τιμωρώ]] με [[κόψιμο]] μαλλιών, [[διαπομπεύω]] [[εξευτελίζω]]<br />(η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>κουρεμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[άθλιος]], δυστυχισμένος.
}}
{{pape
|ptext=<i>ein [[Bartscherer]] sein, [[barbieren]]</i>, Sp., wie Eust.; – pass., <i>Schol. Nic. Al</i>. 417.
}}
}}

Latest revision as of 16:39, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουρεύω Medium diacritics: κουρεύω Low diacritics: κουρεύω Capitals: ΚΟΥΡΕΥΩ
Transliteration A: koureúō Transliteration B: koureuō Transliteration C: koureyo Beta Code: koureu/w

English (LSJ)

only in Pass., v. κουρεύομαι.

Greek (Liddell-Scott)

κουρεύω: (κουρεὺς) ὡς καὶ νῦν, Εὐστ. Πονημ. 229. 65· ― Μέσ., Μαλαλ. 80Β, Εὐστ. Πονημ. 229. 19.

Greek Monolingual

κουρεύω) κουρεύς
1. κόβω τα μαλλιά ή τα γένεια κάποιου
2. κόβω το τρίχωμα ζώων («τα πρόβατα κουρεύονται και το τυρί ζυγιέται», Πολίτ.)
νεοελλ.
1. φρ. α) «άσ' τον να κουρεύεται» — μην του δίνεις σημασία, μην τον υπολογίζεις
β) «άντε κουρέψου» ή «άι να κουρεύεσαι» — ως έκφραση αδιαφορίας ή περιφρόνησης
γ) «πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος» — πέτυχε το αντίθετο από αυτό που επιδίωκε
2. παροιμ. «πιάσ' τ' αβγό και κούρεψέ το» ή «κουρεύει τ' αβγό και παίρνει το μαλλί του» — για κάποιον που ματαιοπονεί
μσν.
1. χειροτονώ, δίνω το μοναχικό σχήμα διά της κουράς
2. κουρεύω τα μαλλιά του κεφαλιού μου σε ένδειξη πένθους
3. τιμωρώ με κόψιμο μαλλιών, διαπομπεύω εξευτελίζω
(η μτχ. παθ. παρακμ.) κουρεμένος, -η, -ον
άθλιος, δυστυχισμένος.

German (Pape)

ein Bartscherer sein, barbieren, Sp., wie Eust.; – pass., Schol. Nic. Al. 417.