σύκωσις: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύκωσις''': [ῡ], ἡ, [[ἕλκος]] ὁμοιάζον πρὸς [[σῦκον]] ὥριμον καὶ ἀρξάμενον νὰ σχίζηται, ἔχον δηλ. χείλη προεξέχοντα, [[μάλιστα]] ἐπὶ τῶν βλεφάρων, Foës Oecon. Hipp.· πρβλ. [[σῦκον]] ΙΙ· «τὰ τραχώματα ἐπιτεινόμενα, [[ὥστε]] καὶ [[οἷον]] ἐντομὰς ἔχειν καλοῦνται συκώσεις» Παῦλ. Αἰγιν. 7, 22.
|lstext='''σύκωσις''': [ῡ], ἡ, [[ἕλκος]] ὁμοιάζον πρὸς [[σῦκον]] ὥριμον καὶ ἀρξάμενον νὰ σχίζηται, ἔχον δηλ. χείλη προεξέχοντα, [[μάλιστα]] ἐπὶ τῶν βλεφάρων, Foës Oecon. Hipp.· πρβλ. [[σῦκον]] ΙΙ· «τὰ τραχώματα ἐπιτεινόμενα, [[ὥστε]] καὶ [[οἷον]] ἐντομὰς ἔχειν καλοῦνται συκώσεις» Παῦλ. Αἰγιν. 7, 22.
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], ἡ, <i>ein rauhes, feigenähnliches Fleischgewächs</i>, bes. am Augenlide und am [[After]], <i>die [[Feigwarze]]</i>, Medic.
}}
}}

Revision as of 16:40, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκωσις Medium diacritics: σύκωσις Low diacritics: σύκωσις Capitals: ΣΥΚΩΣΙΣ
Transliteration A: sýkōsis Transliteration B: sykōsis Transliteration C: sykosis Beta Code: su/kwsis

English (LSJ)

εως, ἡ, ulcer resembling a fig ripe to bursting, with projecting edges, esp. on the eyelids, Cels.6.3, Gal.12.348,716, UP10., Sever. ap. Aët.7.45; τοῦ γενείου Archig. ap. eund.8.14.

Greek (Liddell-Scott)

σύκωσις: [ῡ], ἡ, ἕλκος ὁμοιάζον πρὸς σῦκον ὥριμον καὶ ἀρξάμενον νὰ σχίζηται, ἔχον δηλ. χείλη προεξέχοντα, μάλιστα ἐπὶ τῶν βλεφάρων, Foës Oecon. Hipp.· πρβλ. σῦκον ΙΙ· «τὰ τραχώματα ἐπιτεινόμενα, ὥστε καὶ οἷον ἐντομὰς ἔχειν καλοῦνται συκώσεις» Παῦλ. Αἰγιν. 7, 22.

German (Pape)

[ῡ], ἡ, ein rauhes, feigenähnliches Fleischgewächs, bes. am Augenlide und am After, die Feigwarze, Medic.