τυμβίτης: Difference between revisions

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)

Source
mNo edit summary
m (pape replacement)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τυμβῑ́της, ου, ὁ, [[τύμβος]]<br />in or at the [[grave]], Anth.
|mdlsjtxt=τυμβῑ́της, ου, ὁ, [[τύμβος]]<br />in or at the [[grave]], Anth.
}}
{{pape
|ptext=ὁ, fem. [[τυμβῖτις]], <i>im, am Grabe</i>, [[λᾶας]], <i>[[Grabstein]]</i>, Leon.Tar. 65 (VII.198).
}}
}}

Revision as of 16:45, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμβῑ́της Medium diacritics: τυμβίτης Low diacritics: τυμβίτης Capitals: ΤΥΜΒΙΤΗΣ
Transliteration A: tymbítēs Transliteration B: tymbitēs Transliteration C: tymvitis Beta Code: tumbi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, on the grave or at the grave, λᾶας AP7.198 (Leon.).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m;
sépulcral, funéraire; c.
τυμβεῖος.
Étymologie: τύμβος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυμβίτης -ου [τύμβος] graf-:. λᾶας ὁ τυμβίτης de grafsteen AP 7.198.2.

Russian (Dvoretsky)

τυμβίτης: ου (ῑ) adj. m (на)могильный (λᾶας Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τυμβίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ τοῦ τύμβου, μνηματίτης, λᾶας Ἀνθ. Π. 7. 198.

Greek Monolingual

και δ. τ. τυμβείτης, ὁ, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύμβο ή αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια κηδείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. ὀνυχ-ίτης)].

Greek Monotonic

τυμβίτης: [ῑ], -ου, ὁ (τύμβος), αυτός που είναι μέσα σε τάφο ή κοντά σε αυτόν, σε Ανθ.

Middle Liddell

τυμβῑ́της, ου, ὁ, τύμβος
in or at the grave, Anth.

German (Pape)

ὁ, fem. τυμβῖτις, im, am Grabe, λᾶας, Grabstein, Leon.Tar. 65 (VII.198).