κρεανομία: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (pape replacement)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κρεανομία -ας, ἡ, ook κρεονομία [κρεανόμος] verdeling van het vlees.
|elnltext=κρεανομία -ας, ἡ, ook κρεονομία [κρεανόμος] verdeling van het vlees.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κρεᾱνομία, ἡ,<br />a [[distribution]] of [[flesh]], Luc., etc.
|mdlsjtxt=κρεᾱνομία, ἡ,<br />a [[distribution]] of [[flesh]], Luc., etc.
}}
{{pape
|ptext=[εᾱ], ἡ, <i>[[Verteilung]] des Fleisches der [[Opfertiere]] [[unter]] die [[Teilnehmer]] am Opferschmause, [[visceratio]]</i>; Luc. <i>Prom</i>. 5; Ath. XII.532d, 534d.
}}
}}

Revision as of 16:50, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεᾱνομία Medium diacritics: κρεανομία Low diacritics: κρεανομία Capitals: ΚΡΕΑΝΟΜΙΑ
Transliteration A: kreanomía Transliteration B: kreanomia Transliteration C: kreanomia Beta Code: kreanomi/a

English (LSJ)

ἡ, distribution of meat, Theopomp.Hist.205 (pl.), IG 22.1245.5, Luc.Prom.5: pl., IG22.334.25, Porph.Abst.2.30.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
distribution des chairs d'une victime.
Étymologie: κρεανόμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεανομία -ας, ἡ, ook κρεονομία [κρεανόμος] verdeling van het vlees.

Russian (Dvoretsky)

κρεᾱνομία:распределение жертвенного мяса (между участниками жертвенного пира) Luc.

Greek Monolingual

κρεανομία και κρεονομία και κρεωνομία, ἡ (Α) κρεανόμος
διανομή κρέατος, ιδίως τών σφαγίων κατά τη θυσία.

Greek Monotonic

κρεᾱνομία: ἡ, διανομή, διαμοίρασμα κρέατος, σε Λουκ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

κρεᾱνομία: ἡ, διανομὴ κρεῶν, Λατ. visceratio, Θεοπόμπ. Ἱστ. 238, Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν τῷ Ussing σ. 47, Λουκ. Προμ. 5, Ἀθήν. 532D· κτλ.· ἐφθαρμένος τις τύπος κρεωνομία, ἀπαντᾷ παρὰ Πολυδ. Α΄, 34 καὶ Κλήμ. Ἀλ.· καὶ κρεωνομέω παρὰ Κυρίλ.· ἴδε Πόρσ. Προοίμ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. σ. 8.

Middle Liddell

κρεᾱνομία, ἡ,
a distribution of flesh, Luc., etc.

German (Pape)

[εᾱ], ἡ, Verteilung des Fleisches der Opfertiere unter die Teilnehmer am Opferschmause, visceratio; Luc. Prom. 5; Ath. XII.532d, 534d.