νυκτοβατία: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
m (Text replacement - " in pl." to " in plural") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νυκτοβατία]], ἡ (Α) [[νυκτοβάτης]]<br />[[νυκτοβασία]]. | |mltxt=[[νυκτοβατία]], ἡ (Α) [[νυκτοβάτης]]<br />[[νυκτοβασία]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[νυκτοβαδία]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:56, 24 November 2022
English (LSJ)
ἡ, night-walking, in plural, Hp. Vict. 3.68.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτοβᾰτία: ἡ, τὸ βαδίζειν κατὰ τὴν νύκτα, ἡ συνήθεια τοῦ νυκτοβάτου, ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. 366. 55· ἀλλ’ ἴδε Littré 6, σ. 656.
Greek Monolingual
νυκτοβατία, ἡ (Α) νυκτοβάτης
νυκτοβασία.
German (Pape)
= νυκτοβαδία.