ἐμπλήμενος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(6_14)
 
m (pape replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπλήμενος''': μετοχ. συγκεκομ. τοῦ ἀορ. β΄ τοῦ [[ἐμπίπλημι]].
|lstext='''ἐμπλήμενος''': μετοχ. συγκεκομ. τοῦ ἀορ. β΄ τοῦ [[ἐμπίπλημι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπλήμενος:''' Επικ. Παθ. μτχ. αόρ. βʹ του [[ἐμπίπλημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπλήμενος:''' part. aor. pass. к [[ἐμπίπλημι]].
}}
{{pape
|ptext=s. [[ἐμπίπλημι]].
}}
}}

Latest revision as of 16:56, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπλήμενος: μετοχ. συγκεκομ. τοῦ ἀορ. β΄ τοῦ ἐμπίπλημι.

Greek Monotonic

ἐμπλήμενος: Επικ. Παθ. μτχ. αόρ. βʹ του ἐμπίπλημι.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπλήμενος: part. aor. pass. к ἐμπίπλημι.

German (Pape)

s. ἐμπίπλημι.