συνεπινεύω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συναινώ]] [[επίσης]], [[συγκατανεύω]] ταυτόχρονα με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[παραχωρώ]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον<br /><b>3.</b> (για ρήτορα) [[κάνω]] χειρονομίες ανάλογες [[καθώς]] [[εκφωνώ]] τον λόγο μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπινεύω]] «[[συναινώ]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συναινώ]] [[επίσης]], [[συγκατανεύω]] ταυτόχρονα με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[παραχωρώ]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον<br /><b>3.</b> (για ρήτορα) [[κάνω]] χειρονομίες ανάλογες [[καθώς]] [[εκφωνώ]] τον λόγο μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπινεύω]] «[[συναινώ]]»].
}}
{{pape
|ptext=<i>mit dazu [[nicken]], durch [[Nicken]] [[einwilligen]]</i>; φθορᾷ, Plut. <i>Lacaen. apophth</i>. p. 262; ταῖς ἡδοναῖς, <i>virt.mor</i>. 6; <i>[[beistimmen]], discr. am. et adul</i>. 22, vgl. 11.
}}
}}

Revision as of 16:57, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπινεύω Medium diacritics: συνεπινεύω Low diacritics: συνεπινεύω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΝΕΥΩ
Transliteration A: synepineúō Transliteration B: synepineuō Transliteration C: synepineyo Beta Code: sunepineu/w

English (LSJ)

A join in assenting, Arist.SE169a33, IPE2.52 (Panticapaeum, i A.D.), Wilcken Chr.14 ii 13 (i A.D.), Plu.2.53b; ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς ταῖς ἡδοναῖς σ. ib.446a. 2 c. acc., join in granting, τίμαις (Aeol. acc. pl.) IGRom.4.1302.20 (Cyme, i B.C./i A.D.). II literally, of an orator's gestures in accordance with his speech, Phld.Rh.1.73S.

French (Bailly abrégé)

1 consentir à, τινι;
2 s'abandonner avec qqn à, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπινεύω.

Russian (Dvoretsky)

συνεπινεύω:
1) досл. утвердительно кивать головой, перен. подтверждать, одобрять, соглашаться (πᾶσι Plut.; ὅτι … Arst.);
2) вместе предаваться, отдаваться (ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς τινι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεπινεύω: ἐπινεύω, συγκατανεύω, Ἀριστοτ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 7. 2, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2114bb. 15· τινί, εἴς τι πρᾶγμα, αὐτόθι 3524, 20· ἐξ ὅλης ψυχῆς ταῖς ἡδοναῖς συν. τινὶ Πλούτ. 2. 446Α.

Greek Monolingual

Α
1. συναινώ επίσης, συγκατανεύω ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
2. παραχωρώ κάτι από κοινού με άλλον
3. (για ρήτορα) κάνω χειρονομίες ανάλογες καθώς εκφωνώ τον λόγο μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπινεύω «συναινώ»].

German (Pape)

mit dazu nicken, durch Nicken einwilligen; φθορᾷ, Plut. Lacaen. apophth. p. 262; ταῖς ἡδοναῖς, virt.mor. 6; beistimmen, discr. am. et adul. 22, vgl. 11.