πυρρότριχος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (pape replacement)
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πυρρότριχος -ον gen. van πυρρόθριξ.
|elnltext=πυρρότριχος -ον gen. van πυρρόθριξ.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πυρρό-τρῐχος, ον, = [[πυρρόθριξ]], Theocr.]
|mdlsjtxt=πυρρό-τρῐχος, ον, = [[πυρρόθριξ]], Theocr.]
}}
{{pape
|ptext== [[πυρρόθριξ]], Theocr. 8.3.
}}
}}

Revision as of 17:02, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυρρότρῐχος Medium diacritics: πυρρότριχος Low diacritics: πυρρότριχος Capitals: ΠΥΡΡΟΤΡΙΧΟΣ
Transliteration A: pyrrótrichos Transliteration B: pyrrotrichos Transliteration C: pyrrotrichos Beta Code: purro/trixos

English (LSJ)

ον, = πυρρόθριξ, Theoc.8.3.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρρότριχος -ον gen. van πυρρόθριξ.

Russian (Dvoretsky)

πυρρότρῐχος:
I gen. к πυρρόθριξ.
Theocr. = πυρρόθριξ.

Greek (Liddell-Scott)

πυρρότρῐχος: -ον, = πυρρόθριξ, Θεόκρ. 8. 3.

Greek Monolingual

-η, -ο / πυρρότριχος, -ον, και πυρρόθριξ, -ότριχος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και πυρσόθριξ, -ότριχος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πυρρόξανθα μαλλιά, κοκκινομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός / πυρσός «ερυθρός, κοκκινωπός» + θρίξ, τριχός (πρβλ. λευκό-τριχος / λευκό-θριξ)].

Greek Monotonic

πυρρότρῐχος: -ον, = πυρρόθριξ, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

πυρρό-τρῐχος, ον, = πυρρόθριξ, Theocr.]

German (Pape)

πυρρόθριξ, Theocr. 8.3.