τριχάλεπτος: Difference between revisions
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=τρῐ-χάλεπτος, ον, [χᾰλέπτω]<br />[[very]] [[angry]], Anth. | |mdlsjtxt=τρῐ-χάλεπτος, ον, [χᾰλέπτω]<br />[[very]] [[angry]], Anth. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>sehr [[schwer]], sehr [[zornig]]</i>, [[δαίμων]], von der [[Nemesis]], Strat. 71 (XII.229). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:06, 24 November 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ον, thrice-jealous, Νέμεσις (with pun on θρίξ, λεπτός) AP12.229 (Strat.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très irascible.
Étymologie: τρίς, χαλέπτω.
Russian (Dvoretsky)
τρῐχάλεπτος: (ᾰ) трижды, т. е. чрезвычайно злобный (δαίμων Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
τρῐχάλεπτος: -ον, λίαν χαλεπός, λίαν ὀργίλος, τριχάλεπτος δαίμων Ἀνθ. Παλατ. 12. 229.
Greek Monolingual
-ον, Α
οργίλος («τριχάλεπτος δαίμων», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + χαλεπός, με λογοπαίγνιο προς το θρίξ, τριχός + λεπτός.
Greek Monotonic
τρῐχάλεπτος: -ον (χᾰλέπτω), πολύ οργισμένος, σε Ανθ.
Middle Liddell
τρῐ-χάλεπτος, ον, [χᾰλέπτω]
very angry, Anth.
German (Pape)
sehr schwer, sehr zornig, δαίμων, von der Nemesis, Strat. 71 (XII.229).