κορυθαίολος: Difference between revisions
τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 19: | Line 19: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=κορῠθ-αίολος, ον<br />with [[glancing]] [[helm]], Il. | |mdlsjtxt=κορῠθ-αίολος, ον<br />with [[glancing]] [[helm]], Il. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=([[αἰόλλω]]), <i>den Helm, den [[Helmbusch]] [[schnell]] [[bewegend]]</i>, wie [[κορυθάϊξ]], <i>mit flatterndem [[Helmbusch]]</i>; [[Hektor]], <i>Il</i>. 2.816 und [[öfter]]; [[Ἄρης]], 20.38. Komisch sagt Ar. <i>Ran</i>. 817 ἱππολόφων λόγων κορυθαίολα [[νείκη]], helmumflatterter [[Kampf]]. Den [[Akzent]] [[bestätigt]] Arcad. p. 86; [[einige]] Alte aber schrieben [[κορυθαιόλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:07, 24 November 2022
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui agite la crinière de son casque, càd guerrier impétueux.
Étymologie: κόρυς, αἰόλλω.
Russian (Dvoretsky)
κορῠθαίολος: Hom., Arph. = κορυθάϊξ.
Greek (Liddell-Scott)
κορῠθαίολος: (οὕτως παρ’ Ἀρκαδ. σ. 86· ἀλλ’ ὁ Εὐστ. 352. 28, -αιόλος), ον· (αἰόλλω)· ― κινῶν τὴν περικεφαλαίαν ταχέως, δηλ. ἔχων ἀπαστράπτουσαν περικεφαλαίαν, ἐπίθ. τοῦ Ἕκτορος, Ἰλ. Β· 816. κτλ.· ἅπαξ τοῦ Ἄρεως, Υ. 38· κ. νείκη Ἀριστοφ. Βάτρ. 818.
English (Autenrieth)
with glancing helm; epith., esp. of Hector and Ares. (Il.)
Greek Monolingual
κορυθαίολος, -ον, και ποιητ. τ. κορυθαιόλος, -ον (Α)
1. (για τον Έκτορα και τον Άρη)
αυτός που κινεί ταχέως την περικεφαλαία ή το λοφίο της («Τρωσὶ μὲν ἡγεμόνευε μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ», Ομ. Ιλ.)
2. (κωμ. μτφ. για λογομαχία) σφοδρός («ίππολόφων τε λόγων κορυθαίολα νείκη», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς, -υθ-ος + αἰόλος «γρήγορος»].
Greek Monotonic
κορῠθαίολος: -ον, αυτός που έχει απαστράπτουσα περικεφαλαία, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
κορῠθ-αίολος, ον
with glancing helm, Il.
German (Pape)
(αἰόλλω), den Helm, den Helmbusch schnell bewegend, wie κορυθάϊξ, mit flatterndem Helmbusch; Hektor, Il. 2.816 und öfter; Ἄρης, 20.38. Komisch sagt Ar. Ran. 817 ἱππολόφων λόγων κορυθαίολα νείκη, helmumflatterter Kampf. Den Akzent bestätigt Arcad. p. 86; einige Alte aber schrieben κορυθαιόλος.