εὐσυνειδησία: Difference between revisions
From LSJ
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐσυνειδησία]]) [[ευσυνείδητος]]<br />[[τιμιότητα]], [[ευθύτητα]], [[ακεραιότητα]] του χαρακτήρα<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συναίσθηση]] του καθήκοντος, [[αφοσίωση]] στην [[εκτέλεση]] του καθήκοντος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ήρεμη [[συνείδηση]], [[έλλειψη]] τύψεων και ενοχών. | |mltxt=η (ΑΜ [[εὐσυνειδησία]]) [[ευσυνείδητος]]<br />[[τιμιότητα]], [[ευθύτητα]], [[ακεραιότητα]] του χαρακτήρα<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συναίσθηση]] του καθήκοντος, [[αφοσίωση]] στην [[εκτέλεση]] του καθήκοντος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ήρεμη [[συνείδηση]], [[έλλειψη]] τύψεων και ενοχών. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>das gute [[Gewissen]]</i>, Clem.Al. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:09, 24 November 2022
English (LSJ)
ἡ, conscientiousness, integrity, PSI5.452.26 (iv A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐσυνειδησία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡ καλή συνείδησις, Κλήμ. Ἀλ. 797, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 255.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐσυνειδησία) ευσυνείδητος
τιμιότητα, ευθύτητα, ακεραιότητα του χαρακτήρα
νεοελλ.
συναίσθηση του καθήκοντος, αφοσίωση στην εκτέλεση του καθήκοντος
μσν.-αρχ.
ήρεμη συνείδηση, έλλειψη τύψεων και ενοχών.
German (Pape)
ἡ, das gute Gewissen, Clem.Al.