διάπονος: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "<span class="ggns">• Adv.</span>" to "<b class="num">• Adv.</b>")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=<i>[[ausdauernd]], durch [[Arbeit]] [[abgehärtet]]</i>, τὰ σώματα διάπονοι Plut. <i>Mar</i>. 26; auch πρός τι, <i>de san. tu</i>. p. 405.<br><span class="ggns">• Adv.</span>, [[διαπόνως]], <i>mit Mühe</i>, καὶ [[βραδέως]] Plut. <i>Fab</i>. 1.
|ptext=<i>[[ausdauernd]], durch [[Arbeit]] [[abgehärtet]]</i>, τὰ σώματα διάπονοι Plut. <i>Mar</i>. 26; auch πρός τι, <i>de san. tu</i>. p. 405.<br><b class="num">• Adv.</b>, [[διαπόνως]], <i>mit Mühe</i>, καὶ [[βραδέως]] Plut. <i>Fab</i>. 1.
}}
}}

Revision as of 19:05, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάπονος Medium diacritics: διάπονος Low diacritics: διάπονος Capitals: ΔΙΑΠΟΝΟΣ
Transliteration A: diáponos Transliteration B: diaponos Transliteration C: diaponos Beta Code: dia/ponos

English (LSJ)

ον, of persons, A exercised, hardy, δ. τὰ σώματα Plu.Mar.26, al., cf. Onos.1.1. 2 worn out, σῶμα δ. πρός τι Plu.2.135f. II Adv. -νως with labour or toil, Id.Fab.1.

Spanish (DGE)

-ον
I 1ejercitado, entrenado τὸ σῶμα ... διάπονον τῇ ἀσκήσει Plu.Sert.3, cf. Oth.9, κύνες ... αἱ διάπονοι ἀπὸ τοῦ φιλοπονεῖν Arr.Cyn.3.6, c. ac. de rel. διάπονοι τὰ σώματα Plu.Mar.26.
2 extenuado, cansado por el esfuerzo πρὸς τὰς καλὰς πράξεις ... μὴ διάπονον ἔχειν τὸ σῶμα Plu.2.135f.
3 producto de la fatiga o que revela fatiga φόβου μεστὸς καὶ ἱδρῶτος διαπόνου Plu.2.498b.
II adv. -ως con mucho esfuerzo δ. δεχόμενος τὰς μαθήσεις Plu.Fab.1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 exercé à la fatigue;
2 exercé en gén.
Étymologie: διά, πόνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διάπονος -ον διά, πένομαι getraind, gehard.

Russian (Dvoretsky)

διάπονος: закаленный, приученный (στρατιῶται Plut.): δ. πρός τι Plut. приученный к чему-л.; διάπονοι τὰ σώματα Plut. физически закаленные, выносливые.

Greek (Liddell-Scott)

διάπονος: -ον, ἐπὶ προσώπων, διαπεπονημένος, ἠσκημένος, τεταλαιπωρημένος, δ. τὰ σώματα Πλούτ. Μαρ. 26· δ. πρός τι ὁ αὐτ. 2. 135F. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὁ παρέχων πολὺν πόνον, ἐπίπονος, κοπιώδης. - Ἐπίρρ. -νως, μετὰ κόπου καὶ μόχθου, Πλούτ. Φαβ. 1.

Greek Monotonic

διάπονος: -ον, I. λέγεται για πρόσωπα, εξασκημένος, σκληραγωγημένος, ταλαιπωρημένος, σε Πλούτ.· τι, στον ίδ.
II. λέγεται για πράγματα, επίπονος, κοπιώδης, κουραστικός· επίρρ. -νῶς, με μόχθο, επίπονα, κοπιαστικά, στον ίδ.

Middle Liddell

διά-πονος, ον adj
I. of persons, exercised, Plut.; τι Plut.
II. of things, toilsome:— adv. -νως, with toil, Plut.

German (Pape)

ausdauernd, durch Arbeit abgehärtet, τὰ σώματα διάπονοι Plut. Mar. 26; auch πρός τι, de san. tu. p. 405.
• Adv., διαπόνως, mit Mühe, καὶ βραδέως Plut. Fab. 1.