μανότης: Difference between revisions

From LSJ

τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?

Source
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μᾱνότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[разреженность]] Plat.;<br /><b class="num">2)</b> [[рыхлость]] или [[пористость]] (ὀστῶν Plat.; σαρκός Arst.).
|elrutext='''μᾱνότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1</b> [[разреженность]] Plat.;<br /><b class="num">2</b> [[рыхлость]] или [[пористость]] (ὀστῶν Plat.; σαρκός Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:55, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μανότης Medium diacritics: μανότης Low diacritics: μανότης Capitals: ΜΑΝΟΤΗΣ
Transliteration A: manótēs Transliteration B: manotēs Transliteration C: manotis Beta Code: mano/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, opp. πυκνότης, A looseness of texture, porousness, σπληνός, ὀστῶν, Pl.Ti.72c, 86d; σαρκός Arist.EN1129a22, cf. Thphr. HP1.5.4, al. II rarity, separateness, Pl.Lg.812d; τῶν φυτευομένων Thphr.CP3.7.1.

German (Pape)

[Seite 93] ητος, ἡ, das Dünnsein, die Seltenheit, Einzelheit, das hier und da Zerstreutsein, im Gegensatz von πυκνότης, Plat. Legg. VII, 812 d; Theophr.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
défaut de consistance, de densité.
Étymologie: μανός.
Ant. πυκνότης.

Russian (Dvoretsky)

μᾱνότης: ητος ἡ
1 разреженность Plat.;
2 рыхлость или пористость (ὀστῶν Plat.; σαρκός Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μανότης: -ητος, ἡ, ἀντίθετ. τῷ πυκνότης, χαλαρότης συστάσεως, τὸ πορῶδες, σπληνός, ὀστῶν Πλάτ. Τίμ. 72C, 86D· σαρκὸς Ἠθ. Ν. 5. 1, 5. ΙΙ. ὀλιγότης, σπάνις, Πλάτ. Νόμ. 812D· τῶν φυτευομένων Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 1. - «μανότης· ἀραιότης» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μανότης, -ητος, ἡ (Α) μανός
1. η χαλαρότητα, το πορώδες της σύστασης, σε αντιδιαστολή προς την πυκνότητα («σπληνὸς μανότης», Πλάτ.)
2. σπανιότητα, αραιότητα (μανότης τῶν φυτευομένων», θεόφρ.).

Greek Monotonic

μανότης: -ητος, ἡ,
I. χαλαρότητα στην ύφανση, πορώδης επιφάνεια, σε Αριστ.
II. πενιχρότητα, σπανιότητα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

μανότης, ητος, ἡ,
I. looseness of texture, porousness, Arist.
II. fewness, scantiness, Plat.

English (Woodhouse)

looseness, opposed to density

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)