παραθήγω: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παραθήγω:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''παραθήγω:'''<br /><b class="num">1</b> [[острить]], [[точить]] ([[ἐγχειρίδιον]] ἀκόνῃ Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[обтачивать]], [[подмывать]] (πέτραι παραθηγόμεναι τῷ κλύσματι Luc.);<br /><b class="num">3</b> [[возбуждать]] (τὴν ψυχὴν μέλεσι Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:15, 25 November 2022
English (LSJ)
A whet, sharpen upon, ἐγχειριδίου… ἀκόνῃ… παραθηγομένου Hermipp.46 (anap.). 2 metaph., exasperate, provoke, τὰς ὀργάς τινων (v.l. τισι) D.H.8.57; παρατέθηκται ἐξ ἐπιστολῆς Ph.2.575, cf. 543; τὴν ψυχὴν τοῖς καλλίστοις τῶν μελῶν π. incite, Plu.2.1145f.
German (Pape)
[Seite 479] (woran) wetzen, schärfen; Hermipp. bei Plut. Pericl. 33; πέτραι παραθηγόμεναι τῷ κλύσματι, Luc. Navig. 9; – übertr., wozu anreizen, ermuntern, ὁ τὰς ὀργὰς αὐτοῖς παραθήξας, D. Hal. 8, 57; a. Sp.
French (Bailly abrégé)
aiguiser ; fig. exciter.
Étymologie: παρά, θήγω.
Russian (Dvoretsky)
παραθήγω:
1 острить, точить (ἐγχειρίδιον ἀκόνῃ Plut.);
2 обтачивать, подмывать (πέτραι παραθηγόμεναι τῷ κλύσματι Luc.);
3 возбуждать (τὴν ψυχὴν μέλεσι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
παραθήγω: μέλλ. -ξω, ἀκονῶ, ὀξύνω, ἐγχειριδίου ... ἀκόνῃ ... παραθηγομένου Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 1. 2) μεταφορ., ἐξερεθίζω, διεγείρω, τὰς ὀργάς τινι Διον. Ἁλ. 8. 57· τὴν ψυχὴν μέλεσι π. παροομῶ, Πλούτ. 2. 1145F.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. διεγείρω, ερεθίζω
2. παρορμώ, παρακινώ («τὴν ψυχὴν τοῖς καλλίστοις τῶν μελῶν παραθήγειν», Πλούτ.)
αρχ.
ακονίζω κάτι με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + θήγω «ακονίζω»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-θήγω wetten, scherp maken; overdr.:; οἱ πόνοι... σε παραθήγοντες de inspanningen die je scherp maken Luc. 22.23; med.: παραθηγόμενοι τὰς ψυχάς zich geestelijk scherp makend Luc. 37.23.