περίθεσις: Difference between revisions

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''περίθεσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[накидывание]], [[набрасывание]] (στραγγάλης Sext.);<br /><b class="num">2)</b> [[надевание]] (χρυσίων NT).
|elrutext='''περίθεσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[накидывание]], [[набрасывание]] (στραγγάλης Sext.);<br /><b class="num">2</b> [[надевание]] (χρυσίων NT).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR

Revision as of 15:35, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίθεσις Medium diacritics: περίθεσις Low diacritics: περίθεσις Capitals: ΠΕΡΙΘΕΣΙΣ
Transliteration A: períthesis Transliteration B: perithesis Transliteration C: perithesis Beta Code: peri/qesis

English (LSJ)

εως, ἡ, putting round, putting on, ἐκ περιθέσεως in the act of application, Heraclasap. Orib.48.12.1; π. χρυσίων 1 Ep.Pet.3.3; βρόχου Philum.Ven.7.8; στραγγάλης S.E.P.3.15: pl., π. πλοκαμίδων J.AJ 19.1.5; κωνωπίων Sor.1.85.

German (Pape)

[Seite 577] ἡ, das Herumsetzen, Sp., wie N. T.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de placer autour.
Étymologie: περιτίθημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίθεσις -εως, ἡ [περιτίθημι] het aandoen, het dragen:. ὁ ἔξωθεν... περιθέσεως χρυσίων... κόσμος het uiterlijk vertoon van het dragen van gouden sieraden NT 1 Pet. 3.3.

Russian (Dvoretsky)

περίθεσις: εως ἡ
1 накидывание, набрасывание (στραγγάλης Sext.);
2 надевание (χρυσίων NT).

English (Strong)

from περιτίθημι; a putting all around, i.e. decorating oneself with: wearing.

English (Thayer)

περιθέσεως, ἡ (περιτίθημι), the act of putting around (περί, III:1) (Vulg. circumdatio (A. V. wearing)): περιθέσεως χρυσίων κόσμος, the adornment consisting of the golden ornaments wont to be plied around the head or the body, Arrian 7,22), Galen, Sextus Empiricus, others.)

Greek Monolingual

-έσεως, ἡ, Α περιτίθημι
το να περιτίθεται, να τοποθετείται κάτι ολόγυρα από κάτι άλλο («καὶ περιθέσεως χρυσίων», ΚΔ).

Greek Monotonic

περίθεσις: -εως, ἡ, περιβολή, επίθεμα, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

περίθεσις: -εως, ἡ, τὸ περιτιθέναι, ἐπιτιθέναι, περιβάλλεσθαι, Σέξ. Ἐμπ. π. Π. 2.15, 1, Ἐπιστ. Πέτρ. 3.3· ἴδε λέξ. ἐν περίθετος.

Middle Liddell

περί-θεσις, εως,
a putting on, NTest.

Chinese

原文音譯:per⋯qesij 胚里-帖西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:周圍-安置(著)
字義溯源:四圍安置,穿著,戴,穿上;源自(περιτίθημι)=綁);由(περί / περαιτέρω)=周圍,關於)與(τίθημι)*=設立,安放)組成,其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 戴(1) 彼前3:3

French (New Testament)

parure ; ornement de bijoux