πολύτρητος: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
mNo edit summary
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πολύτρητος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[губчатый]], [[ноздреватый]], [[скважистый]] (σπόγγοι Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[просверленный во многих местах]], [[со многими отверстиями]] (δόνακες, αὐλοί Anth.).
|elrutext='''πολύτρητος:'''<br /><b class="num">1</b> [[губчатый]], [[ноздреватый]], [[скважистый]] (σπόγγοι Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[просверленный во многих местах]], [[со многими отверстиями]] (δόνακες, αὐλοί Anth.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 15:35, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύτρητος Medium diacritics: πολύτρητος Low diacritics: πολύτρητος Capitals: ΠΟΛΥΤΡΗΤΟΣ
Transliteration A: polýtrētos Transliteration B: polytrētos Transliteration C: polytritos Beta Code: polu/trhtos

English (LSJ)

poet. πουλύτρητος, ον, much-pierced, full of holes, porous, σπόγγοι Od.1.111, 22.439; φῷδες Cratin.213; φύλλα Dsc.2.182; of the flute, λωτοί, δόνακες, AP9.266 (Antip.), 505.5; ἠθμός ib.6.101 (Phil.); of honeycombs, ib.9.363.15 (Mel.); σίμβλοι Luc.Epigr.12; of the lungs, Aret.SD1.10; τὸ π. τῆς χώρας Str. 12.8.16.

German (Pape)

[Seite 675] viel durchbohrt, durchlöchert; σπόγγοι, mit vielen Löchern, Od. 1, 111. 22, 439. 453; λωτοί, Antp. Th. 29 (IX, 266), wie αὐλοί Maneth. 2, 334; δόνακες, Ep. (IX, 505).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux nombreux trous.
Étymologie: πολύς, τιτραίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύτρητος -ον [πολύς, τιτραίνω] met veel gaten.

Russian (Dvoretsky)

πολύτρητος:
1 губчатый, ноздреватый, скважистый (σπόγγοι Hom.);
2 просверленный во многих местах, со многими отверстиями (δόνακες, αὐλοί Anth.).

English (Autenrieth)

pierced with many holes, porous. (Od.)

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύτρητος, -ον, ΝΑ, ποιητ. τ. πουλύτρητος, -ον, Α
(για αυλό, στραγγιστήρι, κηρήθρα ή και για τους πνεύμονες) αυτός που φέρει πολλές οπές, ο διάτρητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + τρητός (< τετραίνω «τρυπώ»)].

Greek Monotonic

πολύτρητος: -ον, αυτός που είναι διάτρητος, γεμάτος με τρύπες, τρυπητός, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για αυλό, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύτρητος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς ὀπάς, διάτρητος, σπόγγοι Ὀδ. Α. 111, Χ. 439· ἐπὶ αὐλοῦ, Ἀνθ. Π. 9. 266., 505, 5· ἐπὶ ἠθμοῦ, στραγγιστηρίου, τρυπητοῦ, αὐτόθι 6. 101· ἐπὶ κηρήθρας αὐτόθι 9. 363, 15, 10. 41· ἐπὶ τῶν πνευμόνων, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 10· τὸ π. χώρας Στράβ. 578.

Middle Liddell

πολύ-τρητος, ον,
much-pierced, full of holes, porous, Od.; of a flute, Anth.