στασιώτης: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''στᾰσιώτης:''' ου ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[член политической группировки приверженец]] (какой-л.) политической партии (οἱ τοῦ Μεγακλέους στασιῶται Her.);<br /><b class="num">2)</b> (о философах элейской школы), [[сторонник теории неизменяемости вселенной]] Plat., Sext.
|elrutext='''στᾰσιώτης:''' ου ὁ<br /><b class="num">1</b> [[член политической группировки приверженец]] (какой-л.) политической партии (οἱ τοῦ Μεγακλέους στασιῶται Her.);<br /><b class="num">2</b> (о философах элейской школы), [[сторонник теории неизменяемости вселенной]] Plat., Sext.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 16:05, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰσιώτης Medium diacritics: στασιώτης Low diacritics: στασιώτης Capitals: ΣΤΑΣΙΩΤΗΣ
Transliteration A: stasiṓtēs Transliteration B: stasiōtēs Transliteration C: stasiotis Beta Code: stasiw/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, A (στάσις B. 111) mostly in plural, members of a party or faction in a state, partisans, οἱ τοῦ Μεγακλέος σ. Hdt.1.60, cf. 59,173, al.; acting as a body-guard, Antipho Fr.1. 2 metaph. (with punning allusion to στάσις B. 1.1), οἱ τοῦ ὅλου σ. the partisans of 'The Whole', opp. οἱ ῥέοντες, Pl.Tht.181a; σ. τῆς φύσεως καὶ ἀφυσίκους, of Parmenides and Melissus, who denied motion, Arist. ap. S.E.M.10.46.

German (Pape)

[Seite 930] ὁ, der Aufrührer, Empörer, der zu einer Partei Gehörige, die im Aufstande begriffen ist; bes. im plur. die Anhänger einer Partei, einer politischen Faktion, οἱ τοῦ Μεγακλέους στασιῶται, Her. 1, 60; ἐξήλασε τοὺς στασιώτας αὐτοῦ, 1, 173, u. öfter; vgl. Xen. Hell. 7, 1, 43; Sp. – Bei Plat. Theaet. 181 a heißen οἱ τοῦ ὅλου στασιῶται, im Gegensatz der ῥέοντες, diejenigen, welche das Feststehen, die Unveränderlichkeit von Allem annehmen.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
séditieux, factieux ; simpl. affilié à un parti politique : τινος partisan de qqn.
Étymologie: στάσις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στασιώτης -ου, ὁ [στάσις] lid van een partij of factie, partijgenoot:. οἱ τοῦ Μεγακλέος στασιῶται de partijgenoten van Megacles Hdt. 1.60.1. overdr. aanhanger. οἱ τοῦ ὅλου στασιῶται de aanhangers van ‘het geheel' Plat. Tht. 181a.

Russian (Dvoretsky)

στᾰσιώτης: ου ὁ
1 член политической группировки приверженец (какой-л.) политической партии (οἱ τοῦ Μεγακλέους στασιῶται Her.);
2 (о философах элейской школы), сторонник теории неизменяемости вселенной Plat., Sext.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
στασιαστής, άτομο που μετέχει σε στάση
αρχ.
1. μέλος κομματικής φατρίας («οἱ τοῦ Μεγακλέους στασιῶται», Ηρόδ.)
2. σωματοφύλακας
3. (κατά τον Ησύχ.) «στασιῶται
οἱ ἐκ τῆς αὐτῆς τάξεως»
4. φρ. α) «οἱ στασιῶται τοῦ ὅλου» — οι φιλόσοφοι που δέχονταν τη στασιμότητα, το αμετάβλητο του κόσμου
β) «στασιῶται τῆς φύσεως» — οι φιλόσοφοι που δεν δέχονταν την κίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάσις + -ιώτης, πιθ. κατά τα στρατιώτης, πατριώτης.

Greek Monotonic

στᾰσιώτης: -ου, ὁ (στάσις), κατά κανόνα στον πληθ., μέλη πολιτικής παράταξης ή φατρίας, οπαδοί, φραξιονιστές, στασιαστές, σε Ηρόδ., Αττ.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰσιώτης: -ου, ὁ, (στάσις Β. ΙΙΙ) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., τὰ μέλη πολιτικῆς μερίδος, οἱ ἀνήκοντες εἰς φατρίαν, ὀπαδοί, οἱ τοῦ Μεγακλέους στ. Ἡρόδ. 1. 60, πρβλ. 59, 173, κ. ἀλλ.· ὁ ἐνεργῶν ὡς σωματοφύλαξ, Ἀντιφῶν παρ’ Ἁρποκρ.· -οἱ στ. τοῦ ὅλου, οἱ ἀποδεχόμενοι τὴν θεωρίαν ταύτην, μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξ. στάσιμοι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ ῥέοντες, Πλάτ. Θεαίτ. 181Α, ἴδε παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 46. -Πρβλ. στασιαστής. - Καθ’ Ἡσύχ. «οἱ ἐκ τῆς αὐτῆς τάξεως».

Middle Liddell

στᾰσιώτης, ου, ὁ, στάσις
mostly in plural the members of a party or faction, partisans, Hdt., attic