χρυσοχίτων: Difference between revisions
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χρῡσοχίτων:''' ωνος (ῐ) adj.<br /><b class="num">1 | |elrutext='''χρῡσοχίτων:''' ωνος (ῐ) adj.<br /><b class="num">1</b> [[в златотканной одежде]] ([[Θήβα]] Pind.);<br /><b class="num">2</b> [[с золотистой корой или листвой]] ([[ἐλάη]] Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:03, 25 November 2022
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, in coat of gold, gold-robed, θήβα Pi.Fr.195; Λυδοί Pisand. ap. Lyd.Mag.3.64; with rind of gold, ἐλάη AP6.102 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1383] ωνος, mit, in goldenem Kleide, goldener Schaale, Rinde; Θήβα Pind. frg. 207; ἐλάη Philp. Thess. 20 (VI, 102).
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ, ἡ)
1 à la tunique d'or;
2 à l'écorce d'or ou d'un jaune d'or.
Étymologie: χρυσός, χιτών.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσοχίτων: ωνος (ῐ) adj.
1 в златотканной одежде (Θήβα Pind.);
2 с золотистой корой или листвой (ἐλάη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοχίτων: [ῐ], ωνος, ὁ χρυσοῦν περιβεβλημένος χιτῶνα, Θήβη Πινδ. Ἀποσπ. 207· ἔχων φλοιὸν χρυσοῦν ἢ χρυσίζοντα, ἐλάη Ἀνθ. Π. 6. 102.
English (Slater)
χρῡσοχῐτων with golden tunic εὐάρματε χρυσοχίτων ἱερώτατον ἄγαλμα, Θήβα fr. 195.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, ἡ, ΜΑ
1. αυτός που φορεί χρυσό χιτώνα («Λυδοὶ χρυσοχίτωνες», Πίνδ.)
2. μτφ. αυτός που έχει επιφάνεια η οποία χρυσίζει (α. «πέρκην... χρυσοχίτων' ἐλάην», Φίλιππ. Θεσσ.
β. «χρυσοχίτων αἴθουσα», Παύλ. Σιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -χίτων (< χιτών, -ῶνος), πρβλ. σιδηρο-χίτων].
Greek Monotonic
χρῡσοχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που φορά χρυσό χιτώνα, σε Ανθ.