ἀραρότως: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀρᾱρότως:'''<br /><b class="num">1)</b> [[плотно]], [[крепко]] (ἀ. [[σύνδεσμα]] εἶχε Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[твердо]], [[непреклонно]] (μένειν Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] ἀραρότα);<br /><b class="num">3)</b> [[усердно]], [[ревностно]] (ὑπηρετεῖν τινι Plat.).
|elrutext='''ἀρᾱρότως:'''<br /><b class="num">1</b> [[плотно]], [[крепко]] (ἀ. [[σύνδεσμα]] εἶχε Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[твердо]], [[непреклонно]] (μένειν Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] ἀραρότα);<br /><b class="num">3</b> [[усердно]], [[ревностно]] (ὑπηρετεῖν τινι Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 17:50, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρᾱρότως Medium diacritics: ἀραρότως Low diacritics: αραρότως Capitals: ΑΡΑΡΟΤΩΣ
Transliteration A: ararótōs Transliteration B: ararotōs Transliteration C: ararotos Beta Code: a)raro/tws

English (LSJ)

[ᾰρ], (ἀραρίσκω) compactly, closely, strongly, A.Supp.945, E.Med.1192, Pl.Phdr.240d, D.Chr.3.79, Iamb.Protr.12: Comp. ἀραρότερον (-ώτερον Dind.) Them.Or.22.270c.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰρᾱ-]
• Morfología: [compar. ἀραρώτερον Them.Or.22.270c]
adv. sobre part. perf. de ἀραρίσκω
I concr. fija, firmemente μένειν A.Supp.945, Hero Aut.23.4, εἶχε E.Med.1192, πήξαντες Plb.3.46.1, ἵστησιν D.S.3.35.
II fig.
1 firmemente, con seguridad del conocer ἀ. γνωστόν Gal.8.637, cf. Basil.M.31.1588B, Dion.Ar.DN M.3.916B, εἰπεῖν Cyr.Al.M.70.269C, γενήσεται Eus.Is.46.10.
2 apropiadamente ἐπιμέμφεται Didym.M.39.661B.
3 complaciente, diligentemente ἀ. ὑπηρετεῖν Pl.Phdr.240d, ἀραρώτερον ἐπὶ τῶν φίλων λέγειν Them.Or.22.270b, τὸ προσταγὲν ἀ. ... συνετέλει LXX 3Ma.5.4, τηρεῖ D.Chr.3.79, cf. Iambl.Protr.12.

German (Pape)

[Seite 344] angefügt, fest, μένειν Aesch. Suppl. 923; ὑπηρετεῖν Plat. Phaedr. 240 d; ἀραρότερον λέγειν, zusammenhängender sprechen, Themist.; u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

adv.
fermement, solidement.
Étymologie: ἀραρώς.

Russian (Dvoretsky)

ἀρᾱρότως:
1 плотно, крепко (ἀ. σύνδεσμα εἶχε Eur.);
2 твердо, непреклонно (μένειν Aesch. - v.l. ἀραρότα);
3 усердно, ревностно (ὑπηρετεῖν τινι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρᾱρότως: ἐπίρρ. τοῦ ἀρᾱρώς, μετοχ. πρκμ. τοῦ ἀραρίσκω, στερεῶς, στενῶς, συμπαγῶς, ἰσχυρῶς, «ἁρμοδίως, προσηρμοσμένως, ἁρμοζόντως, ἀσφαλῶς· ὅθεν καὶ τὸ ἄραρεν, παγίως δέδοκται» (Ἡσύχ.), Αἰσχύλ. Ἱκ. 945, Μήδ. 1192, Πλάτ. Φαῖδρ. 240D. Ὁ Θεμίστ. 270C ἔχει συγκρ. ἀραρότερον.

Greek Monolingual

ἀραρότως επίρρ. (Α)
1. στερεά, ισχυρά, στενά
2. όπως πρέπει, με ασφάλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (μτχ.) ἀρᾱρώς, του πρκμ. ἄρᾱρα του ρ. αραρίσκω].

Greek Monotonic

ἀρᾱρότως: επίρρ. του ἀρᾱρώς, μτχ. παρακ. του ἀραρίσκω, συμπαγώς, στέρεα, σφιχτά, δυνατά, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

[ἀρᾱρώς, perf. part. of ἀραρίσκω
compactly, closely, strongly, Aesch., Eur.

English (Woodhouse)

fast, firmly

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search