ἀπορούω: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀπορούω:''' (только aor. ἀπώρουσα - эп. ἀπόρουσα)<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἀπορούω:''' (только aor. ἀπώρουσα - эп. ἀπόρουσα)<br /><b class="num">1</b> [[соскакивать]] (δίφρων Hom.);<br /><b class="num">2</b> отскакивать, aor. отпрянуть назад (Hom. - in tmesi);<br /><b class="num">3</b> [[подниматься]], [[вздыматься]] (κίονες ἀπώρουσαν Pind.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:00, 25 November 2022
English (LSJ)
dart away, Ἰσἀῖος δ' ἀπόρουσε Il.5.20, etc.; esp. start back, Od.22.95; ἀλλήλων Orph.A. 705. 2. spring up from, πρέμνων Pi.Fr.88.
Spanish (DGE)
1 dar un salto hacia atrás, apartarse Ἰδαῖος δ' ἀπόρουσε λιπὼν περικαλλέα δίφρον Il.5.20, ἀπόρουσαν ἐνὶ δρυσὶ χαλκὸν ἀφέντες Call.Cer.60, cf. Od.22.95, A.R.2.572
•c. gen. αἱ δ' (πέτραι) ἀλλήλων ἀπόρουσαν Orph.A.705, ἀταρτηροῖο κυδοιμοῦ Q.S.7.503, ἀπ' ἄστεως Q.S.13.17
•batirse en retirada θοῶς ἀπόρουσε κύων ὥς Q.S.10.242
•c. ac. de dir. retirarse ἐς Ὠκεανοῖο ῥέεθρα Q.S.3.656.
2 alzarse desde c. gen. ὀρθαὶ πρέμνων ἀπώρουσαν χθονίων Pi.Fr.33d.6
•abs. ponerse en pie ὣς εἰπὼν ἀπόρουσε Q.S.9.525.
German (Pape)
[Seite 322] abspringen, Hom. öfter, nur im aor. ἀπόρουσα; ἀπόρουσε λιπὼν δίφρον, sprang herab, Iliad. 5, 20; ἀπὸ πάντες ὄρουσαν 12, 83; zurückspringen, wegspringen, Od. 22, 95; πάλιν δ' ἀπὸ χαλκὸς ὄρουσεν, prallte ab, Iliad. 21, 593; hervorkommen, κίονες Pind. frg. 58; – sp. D.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀπώρουσα, épq. ἀπόρουσα;
s'élancer loin de, s'élancer en arrière.
Étymologie: ἀπό, ὀρούω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπορούω: (только aor. ἀπώρουσα - эп. ἀπόρουσα)
1 соскакивать (δίφρων Hom.);
2 отскакивать, aor. отпрянуть назад (Hom. - in tmesi);
3 подниматься, вздыматься (κίονες ἀπώρουσαν Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορούω: ἀπολείπω τι καὶ φεύγω δρομαίως, Ἰδαῖος δ’ ἀπόρουσε Ἰλ. Ε. 20. κτλ: πρβλ. Ὀδ. Χ. 95· ἀλλήλων Ὀρφ. Ἀργ. 703: ― ἀναπηδῶ ἀπό τινος θέσεως, πρέμνων Πινδ. Ἀποσπ. 58.
English (Autenrieth)
aor. ἀπόρουσε: spring away (from), ‘down’ from, Il. 5.20.
English (Slater)
ἀπορούω rise up δὴ τότε τέσσαρες ὀρθαὶ πρέμνων ἀπώρουσαν χθονίων κίονες fr. 33d. 6.
Greek Monolingual
ἀπορούω (Α) ορούω
1. ορμώ προς τα εμπρός
2. πηδώ προς τα πίσω
3. αναπηδώ, τινάζομαι πάνω.
Greek Monotonic
ἀπορούω: Επικ. αόρ. αʹ -όρουσα, φεύγω βιαστικά εγκαταλείποντας κάτι πίσω, σε Όμηρ.