ἐπεισοδιώδης: Difference between revisions
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπεισοδιώδης:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἐπεισοδιώδης:'''<br /><b class="num">1</b> [[эпизодический]], [[несвязный]] ([[μῦθος]] Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[изобилующий эпизодическими вставками]] ([[ὥσπερ]] μοχθερὰ [[τραγῳδία]] Arst.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:15, 25 November 2022
English (LSJ)
ες, A episodic, incoherent, μῦθος Id.Po.1451b34: metaph., οὐκ ἔοικεν ἡ φύσις ἐ. οὖσα ὥσπερ μοχθηρὰ τραγῳδία Id.Metaph.1090b19, cf. Dam.Pr.279. Adv. -δῶς Ascl.in Metaph.142.28. II = ἐπεισόδιος 1, adventitious, οὐ γὰρ ἔξωθεν ἐπίκτητος οὐδ' ἐ. Porph.Sent.36; ἐ. καὶ δευτέραν συνεπομένην ὑπόστασιν Iamb.Protr.3; ἐ. καὶ συμβεβηκός Dam.Pr.14; ἐ. καὶ ἀλλαχόθεν ἐφῆκον Procl.Inst.19.
German (Pape)
[Seite 912] ες, episodisch, μῦθος, erkl. Arist. poet. 9 ἐν ᾧ τὰ ἐπεισόδια μετ' ἄλληλα οὔτ' εἰκὸς οὔτε ἀνάγκη εἶναι; vgl. Metaphys. 13, 3; – Sp. auch adv.
Russian (Dvoretsky)
ἐπεισοδιώδης:
1 эпизодический, несвязный (μῦθος Arst.);
2 изобилующий эпизодическими вставками (ὥσπερ μοχθερὰ τραγῳδία Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεισοδιώδης: -ες, (εἶδος) ἀσυνάρτητος, ἀσύνδετος, ἀσύναπτος, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 3, 9. ΙΙ. πλήρης ἐπεισοδίων, λέγω δὲ ἐπεισοδιώδη μῦθον ἐν ᾧ τὰ ἐπεισόδια μετάλληλα οὔτ’ εἰκὸς οὔτ’ ἀνάγκη εἶναι ὁ αὐτὸς ἐν τῇ Ποιητ. 9. 11.
Greek Monolingual
ἐπεισοδιώδης, -ες (Α) επεισόδιο
1. παραφορτωμένος με επεισόδια («τῶν δὲ ἁπλῶν μύθων καὶ πράξεων αἱ ἐπεισοδιώδεις εἰσὶν χείριστοι», Αριστοτ.)
2. ασύνδετος, ασυνάρτητος λογικά.