ἐπιμήκης: Difference between revisions

From LSJ

ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils

Source
m (Text replacement - "LXX<span" to "LXX <span")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπιμήκης:'''<br /><b class="num">1)</b> [[удлиненный]], [[продолговатый]] (ψηφῖδες Democr. ap. Sext.);<br /><b class="num">2)</b> [[долгий]], [[продолжительный]] ([[νύξ]] Luc.): τῷ ἐπιμήκει τοῦ χρόνου Arst. с течением времени.
|elrutext='''ἐπιμήκης:'''<br /><b class="num">1</b> [[удлиненный]], [[продолговатый]] (ψηφῖδες Democr. ap. Sext.);<br /><b class="num">2</b> [[долгий]], [[продолжительный]] ([[νύξ]] Luc.): τῷ ἐπιμήκει τοῦ χρόνου Arst. с течением времени.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:20, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμήκης Medium diacritics: ἐπιμήκης Low diacritics: επιμήκης Capitals: ΕΠΙΜΗΚΗΣ
Transliteration A: epimḗkēs Transliteration B: epimēkēs Transliteration C: epimikis Beta Code: e)pimh/khs

English (LSJ)

ες, A longish, oblong, Democr.164, Plb.1.22.6, Placit.4.19.3. 2. long, μάχαιραι, ταινία, App.Syr.32, Pun.95, cf. Arist.Mu. 393b5, Bito 52.3, v.l. in Hdt.7.36: Comp. -έστερος Dsc.1.7, Luc. DDeor.10.1; far-stretching, extensive, τόπος LXX Ba.3.24; ἐ. ἐξ . . ἐπὶ . . extending from . . to... App.Ill.22; also of time, Vett.Val.344.5: Sup. -έστατος Hdn.8.1.5; irreg. ἐπιμήκιστος dub. in Ph.1.291.

German (Pape)

[Seite 962] ες, länglich, lang; Democr. Sext. Emp. adv. log. 1, 118; ἐπιμηκεστέραν γίγνεσθαι τὴν νύκτα Luc. D. D. 10, 1; Hdn. 7, 6, 3 u. öfter; Philo u. Alciphr. 1, 22 haben den unregelmäßig gebildeten superlat. ἐπιμήκιστα. Dagegen ἐπιμηκέστατος Hdn. 8, 1, 12.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
un peu long, oblong, allongé.
Étymologie: ἐπί, μῆκος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμήκης:
1 удлиненный, продолговатый (ψηφῖδες Democr. ap. Sext.);
2 долгий, продолжительный (νύξ Luc.): τῷ ἐπιμήκει τοῦ χρόνου Arst. с течением времени.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμήκης: -ες, ὡς καὶ νῦν, «μακρουλὸς» Δημόκρ. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 117, Πλούτ. 2. 902D, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 10. 1· ὑπερθ. ἐπιμηκέστατος Ἡρῳδιαν. 8. 1· ἀνώμαλ. ἐπιμήκιστος Φίλων 1. 291.

Greek Monolingual

-ες (ΑΝ ἐπιμήκης, -ες) μήκος
αυτός του οποίου το μήκος είναι μεγαλύτερο από το πλάτος
αρχ.
1. εκτεταμένος, μεγάλος
2. (για ανάστημα) ψηλός
3. (το ουδ. συγκρ. ως επίρρ.) ἐπιμηκέστερον
για περισσότερο χρόνο.

Greek Monotonic

ἐπιμήκης: -ες (μῆκος), επιμήκης, μακρουλός, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἐπι-μήκης, ες μῆκος
longish, oblong, Luc.