γραφεύς: Difference between revisions
τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness
m (Text replacement - "op." to "op.") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=έως (ὁ) :<br /><b>I.</b> ([[γράφω]], écrire);<br /><b>1</b> scribe, copiste;<br /><b>2</b> secrétaire;<br /><b>3</b> écrivain;<br /><b>II.</b> ([[γράφω]], peindre) peintre.<br />'''Étymologie:''' [[γράφω]]. | |btext=έως (ὁ) :<br /><b>I.</b> ([[γράφω]], écrire);<br /><b>1</b> [[scribe]], [[copiste]];<br /><b>2</b> secrétaire;<br /><b>3</b> écrivain;<br /><b>II.</b> ([[γράφω]], peindre) peintre.<br />'''Étymologie:''' [[γράφω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 18:07, 28 November 2022
English (LSJ)
έως, ὁ, A painter, Emp.23.1, E.Hec.807 (s.v.l.), And.4.17, Pl.Phd.110b, etc. II = γραμματεύς, X.HG4.1.39, Plu. Ages.13; private secretary, τοῦ Δημοκρίτου Epicur.Fr.172. III writer, D.S.21.17; scribe, scrivener, X.Ages.1.26; copyist, Arist.Rh. 1409a20, Plb.12.4a.4, Str.13.1.54 (pl.); τὰ τῶν γραφέων πταίσματα Porph.Plot.19; cf. γραφής, γροφεύς.
Spanish (DGE)
(γρᾰφεύς) -έως, ὁ
• Alolema(s): arcad. γραφής IG 5(2).8 (Tegea IV a.C.), 116.7 (Tegea III a.C.); dór. γροφεύς, -έος IO 2.8 (V a.C.), IG 12(3).1259.16 (Cimolo V/IV a.C.), 5(2).357.20 (Estinfalo III a.C.), Schwyzer 90.2 (Argos III a.C.), IG 4.498.5 (Micenas II a.C.)
• Morfología: [plu. nom. γραφέες Emp.B 23.1, γραφῆς Pl.Phd.110b]
1 pintor ὁπόταν γραφέες ἀναθήματα ποικίλλωσιν Emp.l.c., οἱ γραφεῖς ... τέρπουσιν τὴν ὄψιν Gorg.B 11.18, (χρώματα) οἷς ... οἱ γραφῆς καταχρῶνται Pl.l.c., cf. R.377e, ἀγαλματοποιὸς ἢ γ. ἀναγκαζόμενος εἰκάζειν D.Chr.4.113, cf. E.Hec.807, And.4.17, X.Ages.1.26, D.Chr.4.117, 12.59, Plot.5.5.1, Hsch., Olymp.in Alc.2.51, Sch.D.T.229.2.
2 escritor γ. (τῶν ἐγκωμίων) D.S.21.17.
3 escribano, copista δεῖ ... δήλην εἶναι τὴν τελευτὴν μὴ διὰ τὸν γραφέα Arist.Rh.1409a20, cf. Str.13.1.54, Longin. en Porph.Plot.19, op. συγγραφεύς: οὐδεὶς ἂν εἴπειε ... τοῦ συγγραφέως εἶναι τὸ διάπτωμα, τοῦ δὲ γραφέως ὁμολογουμένως Plb.12.4a.4, cf. 6.
4 secretario funcionario, X.HG 4.1.39, IG ll.cc., Plu.Ages.13
•particular fig. ἐκάλει ... Πρωτωγόραν γραφέα Δημοκρίτου Epicur.Fr.[101] 21, cf. [102] 10.
German (Pape)
[Seite 505] ὁ, der Schreiber, Maler, ἄνδρες γραφέες ἀναθήματα ποικίλλουσι Empedocl. 82; Plat. Rep. II, 377 d; Plut. Thes. 4; bes. Geheimschreiber, Xen. Hell. 4, 1, 39; Plut.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
I. (γράφω, écrire);
1 scribe, copiste;
2 secrétaire;
3 écrivain;
II. (γράφω, peindre) peintre.
Étymologie: γράφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γραφεύς -έως, ὁ γράφω
1. schilder.
2. secretaris, klerk, schrijver.
Russian (Dvoretsky)
γρᾰφεύς: έως ὁ
1 писец, переписчик Xen., Arst., Polyb., Plut.;
2 живописец Emped., Eur., Plat., Arst., Dem., Plut.;
3 писатель, составитель (τῶν ἐγκωμίων Diod.).
Middle Liddell
γράφω
I. a painter, Eur.
II. = γραμματεύς, Xen.
Greek Monotonic
γρᾰφεύς: -έως, ὁ (γράφω),
I. ζωγράφος, σε Ευρ.
II. = γραμματεύς, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
γρᾰφεύς: έως, ὁ, ζωγράφος, Ἐμπεδ. 82, Εὐρ. Ἑκ. 807, Ἀνδοκ. 31. 15 κ. ἀλλ. ΙΙ. = γραμματεύς, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 39. ΙΙΙ. συγγραφεύς, Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 6· γραφεύς, καθ’ ὑπαγόρευσιν γράφων, Ξεν. Ἀγησ. 1, 26· ἀντιγραφεύς, Γραμμ.