ἐμπετάννυμι: Difference between revisions

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἐνεπετάννυον;<br /><b>1</b> déployer, étendre sur;<br /><b>2</b> couvrir en déployant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πετάννυμι]].
|btext=<i>impf.</i> ἐνεπετάννυον;<br /><b>1</b> [[déployer]], [[étendre sur]];<br /><b>2</b> couvrir en déployant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πετάννυμι]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:30, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπετάννῡμι Medium diacritics: ἐμπετάννυμι Low diacritics: εμπετάννυμι Capitals: ΕΜΠΕΤΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: empetánnymi Transliteration B: empetannymi Transliteration C: empetannymi Beta Code: e)mpeta/nnumi

English (LSJ)

or ἐμπεταννύω, fut. ἐμπετάσω (v. infr.), A to unfold and spread in or on, X.Cyr.1.6.40, J.BJ3.7.10: metaph., σφιν ἐμπετάσει λάθαν will spread oblivion, Hymn.Is.22:—Pass., to be spread, ἐπί τινος Callix.1. II in Pass., ἐμπετάννυμαι ὕφεσι = to be hung about with cloths, Socr.Rhod.1.

Spanish (DGE)

1 desplegar, extender βύρσας νεοδόρους βοῶν I.BI 3.173, en v. pas. (διατόναια) ἐφ' ὧν αὐλαῖαι ... ἐνεπετάννυντο rieles sobre los que se desplegaban cortinajes Callix.1 (p.165.3), τὸ κάλυμμα ... ἐμπετασθέν Str.3.4.16
fig. οὐδὲ ποτέ σφιν ἐμπετάσει λάθαν ὁ ... αἰών Hymn.Is.22 (Andros).
2 c. dat. instrum. cubrir, recubrir ὀθόνῃ τὰ ὄμματά μου ἐμπετάσαντες Luc.Asin.42, en v. pas. τοῖχοι ἁλουργέσι καὶ διαχρύσοις ἐμπεπετασμένοι ὕφεσι muros recubiertos con tapices teñidos de púrpura y bordados en oro Socr.Rhod.1.

German (Pape)

[Seite 812] (s. πετάννυμι), darin, darüber ausbreiten; ἔν τινι, τὰ δίκτυα, Xen. Cyr. 1, 6, 40; οἱ τοῖχοι διαχρύσοις ἐμπεπετασμένοι ὕφεσι, mit Tapeten behangen, bei Ath. IV, 147 f; Sp.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐνεπετάννυον;
1 déployer, étendre sur;
2 couvrir en déployant.
Étymologie: ἐν, πετάννυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπετάννῡμι: и ἐμ-πεταννύω расстилать, раскидывать (δίκτυα ἐν τοῖς χωρίοις Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπετάννῡμι: ἢ -ύω: μέλλ. -πετάσω, κρεμῶ, ἐκτείνω ὁλόγυρα, ἐν τούτοις δίκτυα δυσόρατα ἐνεπετάννυες ἂν Ξεν. Κύρ. 1. 6, 40· μεταφ., σφιν ἐμπετάσει λάθαν Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 1028. 22. - Παθ., κρέμαμαι, αὐλαῖαι... ἁλουργεῖς ἐνεπετάννυντο Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 206Α. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, ἦσαν δὲ... οἱ τοῖχοι ἁλουργέσι καὶ διαχρύσοις ἐμπεπετασμένοι ὕφεσι, κεκαλυμμένοι μὲ κρεμαστὰ ἁλουργῆ καὶ διάχρυσα ὑφάσματα, Σωκράτης ὁ Ρόδιος παρ’ Ἀθην. 147F.

Greek Monolingual

ἐμπετάννυμι και ἐμπεταννύω (Α)
εκτείνω, απλώνω.

Greek Monotonic

ἐμπετάννῡμι: ή -ύω, μέλ. -πετάσω, (ἐνξεδιπλώνω και απλώνω, εκτείνω ολόγυρα, σε Ξεν.

Middle Liddell

or -ύω fut. -πετάσω [ἐν]
to unfold and spread in or on, Xen.