ἀκριτόμυθος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> à la parole confuse;<br /><b>2</b> au langage <i>ou</i> au sens confus;<br /><b>3</b> aux propos imprudents.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκριτος]], [[μῦθος]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[à la parole confuse]];<br /><b>2</b> au langage <i>ou</i> au sens confus;<br /><b>3</b> aux propos imprudents.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκριτος]], [[μῦθος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 19:04, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρῐτόμῡθος Medium diacritics: ἀκριτόμυθος Low diacritics: ακριτόμυθος Capitals: ΑΚΡΙΤΟΜΥΘΟΣ
Transliteration A: akritómythos Transliteration B: akritomythos Transliteration C: akritomythos Beta Code: a)krito/muqos

English (LSJ)

ον, A confusedly babbling, Il.2.246, Ph.1.111. II ὄνειροι ἀ. hard of discernment, Od.19.560.

Spanish (DGE)

(ἀκρῐτόμῡθος) -ον
1 confuso charlatán Θερσίτης Il.2.246, γυνή GDRK 29.55, cf. EM 538.33G.
dicho sin pensar λόγος de un oráculo, op. κεκριμένος Ph.1.111, cf. Ph.1.695.
2 de sentido incomprensible ὄνειρος Od.19.560.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 à la parole confuse;
2 au langage ou au sens confus;
3 aux propos imprudents.
Étymologie: ἄκριτος, μῦθος.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρῐτόμῡθος:
1 бессвязно болтающий, говорящий вздор (Θερσίτης Hom.);
2 бессвязный, путаный (ὄνειροι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρῐτόμῡθος: -ον, ὁ ἀπερισκέπτως ἢ συγκεχυμένως λαλῶν, Ἰλ. Β. 246· πρβλ. ἄκριτος, Ι.1. ΙΙ. ὄνειροι ἀκρ., δυσερμήνευτοι, Ὀδ. Τ. 560.

Greek Monolingual

-ο (Α ἀκριτόμυθος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν κρατά μυστικό, που ανακοινώνει τα απόρρητα που του έχουν εμπιστευθεί
αρχ.
1. αυτός που φλυαρεί ανόητα και συγκεχυμένα
2. φρ. «ὄνειροι ἀκριτόμυθοι», όνειρα δυσερμήνευτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκριτος + -μυθος < μῦθος.
ΠΑΡ. μσν. ἀκριτομυθῶ
(μσν. νεοελλ.) ακριτομυθία].

Greek Monotonic

ἀκρῐτόμῡθος: -ον, I. αυτός που φλυαρεί απερίσκεπτα ή συγκεχυμένα, σε Ομήρ. Ιλ.
II. δυσερμήνευτος, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell


I. recklessly or confusedly babbling, Il.
II. hard of interpretation, Od.

German (Pape)

[ῡ], Hom. zweimal, Il. 2.246 Θερσῖτ' ἀκριτόμυθε, verwirrtes Zeug redend; Od. 19.560 ὄνειροι ἀμήχανοι ἀκριτόμυθοι, die schwer zu deuten sind, ἀμήχανοι, weil sie nicht deutlich reden, ἀκριτόμυθοι; – γραῦς Naumach. Stob. Flor. 74.7.