ἡδύπνοος: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οος, οον;<br /><b>1</b> au souffle agréable;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> au souffle propice.<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύς]], [[πνέω]]. | |btext=οος, οον;<br /><b>1</b> [[au souffle agréable]];<br /><b>2</b> <i>fig.</i> au souffle propice.<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύς]], [[πνέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 19:06, 28 November 2022
English (LSJ)
Doric ἁδύπνοος, ον, contr. ἡδύπνους, -ουν, sweet-breathing, αὖραι E. Med. 840 (lyr.); of musical sound, Pi. O. 13.22, I. 2.25; of auspicious dreams, S. El. 480 (lyr.).
sweet-smelling, fragrant, λεπαστή Telecl. 24 (lyr.); χῶρος AP 9.564 (Nic.); κρόκος IG 14.607e (Carales); ὅρμος (necklace) Dsc. 1.99.
V. ἡδύχρους².
German (Pape)
[Seite 1154] zusgzn -πνους, angenehm wehend; αὖραι Eur. Med. 839; χῶρος Nici. 7 (IX, 564), angenehm duftend, wie μῆλον Philp. 20 (VI, 102); στέφανοι Mel. 92 (V, 144); αὐλητὴς ἡδύπνουν πνέων, angenehm blasend, Poll. 4, 72; – dor. ἁδύπνοος, ὀνείρατα, von glücklicher Vorbedeutung, Soph. El. 480; Μοῦσα, φωνή, Pind. Ol. 13, 21 I. 2, 25, d. i. angenehm tönend.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
1 au souffle agréable;
2 fig. au souffle propice.
Étymologie: ἡδύς, πνέω.
Russian (Dvoretsky)
ἡδύπνοος: стяж. ἡδύπνους, дор. ἁδύπνοος 2 (ᾱ)
1 нежно обвевающий, тиховейный (αὖραι Eur.);
2 благоуханный, полный ароматов (μῆλον, χῶρος Anth.);
3 нежный, тихий (φωνή Pind.; ὀνείρατα Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡδύπνοος: Δωρ. ἁδύπν-, ον, συνῃρ. -πνους, ουν, ἡδέως πνέων, εὐάρεστος, αὖραι Εὐρ. Μηδ. 840· ἐπὶ μουσικοῦ ἤχου, Πίνδ. Ο. 13. 31, Ι. 2. 38· ἐπὶ εὐοιωνίστων ὀνείρων, Σοφ. Ἠλ. 480. 2) εὔοσμος, λεπαστὴ Τηλεκλείδ. Πρυτ. 2· χῶρος Ἀνθ. Π. 9. 564· κρόκος Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 547. Ἐν τοῖς δυσὶ τελευταίοις χωρίοις, ἡδύπνοον, ἡδυπνόου, πρέπει νὰ προφέρωνται ὡς τρισύλλ. ἡδύπνουν, -πνου.
Greek Monotonic
ἡδύπνοος: (πνέω), Δωρ. ἁδύπν-, -ον, συνηρ. -πνους, -ουν,
1. αυτός που πνέει γλυκά, ο ευάρεστος, σε Ευρ.· λέγεται για τον μουσικό ήχο, σε Πίνδ.· επίσης για τα όνειρα με καλούς οιωνούς, σε Σοφ.
2. ο εύοσμος, ο ευχάριστος στην οσμή, σε Ανθ.
Middle Liddell
πνέω
1. sweet-breathing, Eur.; of musical sound, Pind.; of dreams, Soph.
2. sweet-smelling, fragrant, Anth.