ἁδρόομαι: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=-οῦμαι (=[[ὡριμάζω]], [[γίνομαι]] [[δυνατός]]). Ἀπό τό [[ἁδρός]] ἀπό ὅπου καί τό οὐσ. ἁδροτήςῆτος (=ὡριμότητα), [[ἁδρέω]] (=[[ὡριμάζω]]).
|mantxt=-οῦμαι (=[[ὡριμάζω]], [[γίνομαι]] [[δυνατός]]). Ἀπό τό [[ἁδρός]] ἀπό ὅπου καί τό οὐσ. ἁδροτήςῆτος (=[[ὡριμότητα]]), [[ἁδρέω]] (=[[ὡριμάζω]]).
}}
}}

Revision as of 12:25, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁδρόομαι Medium diacritics: ἁδρόομαι Low diacritics: αδρόομαι Capitals: ΑΔΡΟΟΜΑΙ
Transliteration A: hadróomai Transliteration B: hadroomai Transliteration C: adroomai Beta Code: a(dro/omai

English (LSJ)

Pass., (ἁδρός) grow stout, Myro Hist.1.

Spanish (DGE)

desarrollarse vigorosamente Myro 2.
• Etimología: Cf. ἁδρός.

Russian (Dvoretsky)

ἁδρόομαι: созревать, крепнуть (βλαστάνειν καὶ ἁ. Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁδρόομαι: παθ. (ἁδρὸς) = ὡριμάζω, γίνομαι ἰσχυρός, Πλάτ. Πολ. 498Β· -εἶμαι εὔρωστος Μύρων παρ’ Ἀθην. 657D.

Greek Monotonic

ἁδρόομαι: Παθ. (ἁδρός), γίνομαι ώριμος, ισχυρός, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἁδρός
to come to one's strength, Plat.

Mantoulidis Etymological

-οῦμαι (=ὡριμάζω, γίνομαι δυνατός). Ἀπό τό ἁδρός ἀπό ὅπου καί τό οὐσ. ἁδροτήςῆτος (=ὡριμότητα), ἁδρέω (=ὡριμάζω).