νευρορραφέω: Difference between revisions
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+), " to "$1, $3, ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=-ῶ (=διορθώνω παπούτσια). Παρασύνθετο ἀπό τό [[νευρορράφος]] = [[νεῦρον]] (=σχοινί δερμάτινο) + [[ράπτω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό τή λέξη [[νεῦρον]] (=νεῦρο, δύναμη, σχοινί): [[νευρά]] (=[[χορδή]] τόξου), [[νευρικός]], νευρορραφῶ, [[νευρόσπαστος]], [[νευρόω]] (=[[δυναμώνω]]), [[νεύρωσις]]. | |mantxt=-ῶ (=διορθώνω παπούτσια). Παρασύνθετο ἀπό τό [[νευρορράφος]] = [[νεῦρον]] (=σχοινί δερμάτινο) + [[ράπτω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό τή λέξη [[νεῦρον]] (=[[νεῦρο]], [[δύναμη]], σχοινί): [[νευρά]] (=[[χορδή]] τόξου), [[νευρικός]], νευρορραφῶ, [[νευρόσπαστος]], [[νευρόω]] (=[[δυναμώνω]]), [[νεύρωσις]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=gew. [[νευροραφέω]], <i>mit [[Sehnen]] [[zusammennähen]]</i>, bes. <i>[[Schuhe]] [[flicken]]</i>; Plat. <i>[[Euthyd]]</i>. 294b; ὑποδήματα, Xen. <i>Cyr</i>. 8.2.5. | |ptext=gew. [[νευροραφέω]], <i>mit [[Sehnen]] [[zusammennähen]]</i>, bes. <i>[[Schuhe]] [[flicken]]</i>; Plat. <i>[[Euthyd]]</i>. 294b; ὑποδήματα, Xen. <i>Cyr</i>. 8.2.5. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:38, 29 November 2022
English (LSJ)
v. νευροραφέω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
coudre avec de la corde à boyau, ressaveter.
Étymologie: νευρορράφος.
Greek (Liddell-Scott)
νευρορρᾰφέω: ῥάπτω διὰ νεύρων ἢ διορθώνω ὑποδήματα, Πλάτ. Εὐθύδ. 294Β, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 5.
Russian (Dvoretsky)
νευρορρᾰφέω: сшивать сухожилиями или сшивать зашивать, чинить (ὑποδήματα Xen.).
Middle Liddell
νευρορρᾰφέω,
to stitch or mend shoes, Xen. [from νευρορράφος
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=διορθώνω παπούτσια). Παρασύνθετο ἀπό τό νευρορράφος = νεῦρον (=σχοινί δερμάτινο) + ράπτω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό τή λέξη νεῦρον (=νεῦρο, δύναμη, σχοινί): νευρά (=χορδή τόξου), νευρικός, νευρορραφῶ, νευρόσπαστος, νευρόω (=δυναμώνω), νεύρωσις.
German (Pape)
gew. νευροραφέω, mit Sehnen zusammennähen, bes. Schuhe flicken; Plat. Euthyd. 294b; ὑποδήματα, Xen. Cyr. 8.2.5.