ἀρειμάνιος: Difference between revisions
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
(6) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3") |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=ἀρειμάνιος | |||
|Medium diacritics=ἀρειμάνιος | |||
|Low diacritics=αρειμάνιος | |||
|Capitals=ΑΡΕΙΜΑΝΙΟΣ | |||
|Transliteration A=areimánios | |||
|Transliteration B=areimanios | |||
|Transliteration C=areimanios | |||
|Beta Code=a)reima/nios | |||
|Definition=ον, = [[ἀρειμανής]], [[θρασύτης]] Ph. 1.375; [[δυνάστης]] Plu. 2.321f, cf. 758f; [[κριός]] DL. 6.61; [[φῦλα]] J. ''BJ'' 2.16.4. | |||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. -ειος Sud.<br />[[guerrero]], [[belicoso]] de pers. [[δυνάστης]] Plu.2.321f, φῦλα ... Λουσιτανῶν καὶ Καντάβρων I.<i>BI</i> 2.374, cf. Aristid.Quint.63.17, Sud., τοῖς ἀρειμανίοις πεσοῦσιν a los que caen en el frenesí del combate</i> I.<i>BI</i> 6.46<br /><b class="num">•</b>fig. κριὸς ἀ. carnero belicoso</i> fig. de un atleta que mira a una hetera, D.L.6.61<br /><b class="num">•</b>de abstr. θρασύτης Ph.1.375, del alma Plu.2.758f. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0348.png Seite 348]] dasselbe, [[κριός]] Diog. L. 6, 61; [[μανία]] Plut. Amator. 16, 22; [[δυνάστης]] fort. Rom. 9. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0348.png Seite 348]] dasselbe, [[κριός]] Diog. L. 6, 61; [[μανία]] Plut. Amator. 16, 22; [[δυνάστης]] fort. Rom. 9. | ||
Line 4: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ἀρειμανής]]. | |btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ἀρειμανής]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἀρειμάνιος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ανδρείος]], ο [[παλληκαράς]] («αρειμάνιοι πολέμαρχοι»)<br /><b>2.</b> αυτός που προσπαθεί να επιδείξει ανδρισμό με την [[εμφάνιση]] και τη [[συμπεριφορά]] του («του απάντησε με ύφος αρειμάνιο», «εκάπνιζε αρειμανίως»)<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[πλήρης]] πολεμικής μανίας, ο [[πολεμοχαρής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρειος]] <span style="color: red;">+</span> [[μανία]]. | |mltxt=-α, -ο (Α [[ἀρειμάνιος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ανδρείος]], ο [[παλληκαράς]] («αρειμάνιοι πολέμαρχοι»)<br /><b>2.</b> αυτός που προσπαθεί να επιδείξει ανδρισμό με την [[εμφάνιση]] και τη [[συμπεριφορά]] του («του απάντησε με ύφος αρειμάνιο», «εκάπνιζε αρειμανίως»)<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[πλήρης]] πολεμικής μανίας, ο [[πολεμοχαρής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρειος]] <span style="color: red;">+</span> [[μανία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρειμάνιος:''' Plut., Diog. L. = [[ἀρειμανής]]. | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=γεμάτος πολεμική [[μανία]], [[πολεμόχαρος]]). Ἀπό τό [[Ἄρης]] + [[μαίνομαι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:53, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, = ἀρειμανής, θρασύτης Ph. 1.375; δυνάστης Plu. 2.321f, cf. 758f; κριός DL. 6.61; φῦλα J. BJ 2.16.4.
Spanish (DGE)
-ον
• Grafía: graf. -ειος Sud.
guerrero, belicoso de pers. δυνάστης Plu.2.321f, φῦλα ... Λουσιτανῶν καὶ Καντάβρων I.BI 2.374, cf. Aristid.Quint.63.17, Sud., τοῖς ἀρειμανίοις πεσοῦσιν a los que caen en el frenesí del combate I.BI 6.46
•fig. κριὸς ἀ. carnero belicoso fig. de un atleta que mira a una hetera, D.L.6.61
•de abstr. θρασύτης Ph.1.375, del alma Plu.2.758f.
German (Pape)
[Seite 348] dasselbe, κριός Diog. L. 6, 61; μανία Plut. Amator. 16, 22; δυνάστης fort. Rom. 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἀρειμανής.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἀρειμάνιος, -ον)
νεοελλ.
1. ο ανδρείος, ο παλληκαράς («αρειμάνιοι πολέμαρχοι»)
2. αυτός που προσπαθεί να επιδείξει ανδρισμό με την εμφάνιση και τη συμπεριφορά του («του απάντησε με ύφος αρειμάνιο», «εκάπνιζε αρειμανίως»)
αρχ.
ο πλήρης πολεμικής μανίας, ο πολεμοχαρής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρειος + μανία.
Russian (Dvoretsky)
ἀρειμάνιος: Plut., Diog. L. = ἀρειμανής.
Mantoulidis Etymological
(=γεμάτος πολεμική μανία, πολεμόχαρος). Ἀπό τό Ἄρης + μαίνομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.