ἀρειμάνιος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀρειμάνιος:''' Plut., Diog. L. = [[ἀρειμανής]].
|elrutext='''ἀρειμάνιος:''' Plut., Diog. L. = [[ἀρειμανής]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=γεμάτος πολεμική [[μανία]], [[πολεμόχαρος]]). Ἀπό τό [[Ἄρης]] + [[μαίνομαι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 12:53, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρειμάνιος Medium diacritics: ἀρειμάνιος Low diacritics: αρειμάνιος Capitals: ΑΡΕΙΜΑΝΙΟΣ
Transliteration A: areimánios Transliteration B: areimanios Transliteration C: areimanios Beta Code: a)reima/nios

English (LSJ)

ον, = ἀρειμανής, θρασύτης Ph. 1.375; δυνάστης Plu. 2.321f, cf. 758f; κριός DL. 6.61; φῦλα J. BJ 2.16.4.

Spanish (DGE)

-ον
• Grafía: graf. -ειος Sud.
guerrero, belicoso de pers. δυνάστης Plu.2.321f, φῦλα ... Λουσιτανῶν καὶ Καντάβρων I.BI 2.374, cf. Aristid.Quint.63.17, Sud., τοῖς ἀρειμανίοις πεσοῦσιν a los que caen en el frenesí del combate I.BI 6.46
fig. κριὸς ἀ. carnero belicoso fig. de un atleta que mira a una hetera, D.L.6.61
de abstr. θρασύτης Ph.1.375, del alma Plu.2.758f.

German (Pape)

[Seite 348] dasselbe, κριός Diog. L. 6, 61; μανία Plut. Amator. 16, 22; δυνάστης fort. Rom. 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἀρειμανής.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἀρειμάνιος, -ον)
νεοελλ.
1. ο ανδρείος, ο παλληκαράς («αρειμάνιοι πολέμαρχοι»)
2. αυτός που προσπαθεί να επιδείξει ανδρισμό με την εμφάνιση και τη συμπεριφορά του («του απάντησε με ύφος αρειμάνιο», «εκάπνιζε αρειμανίως»)
αρχ.
ο πλήρης πολεμικής μανίας, ο πολεμοχαρής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρειος + μανία.

Russian (Dvoretsky)

ἀρειμάνιος: Plut., Diog. L. = ἀρειμανής.

Mantoulidis Etymological

(=γεμάτος πολεμική μανία, πολεμόχαρος). Ἀπό τό Ἄρης + μαίνομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.