κάκοσμος: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κάκοσμος -ον [κακός, ὀσμή] met slechte geur, stinkend. | |elnltext=κάκοσμος -ον [κακός, ὀσμή] [[met slechte geur]], [[stinkend]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 13:41, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, ill-smelling, A. Fr.180.2, S.Fr.565, Ar.Pax38.
German (Pape)
[Seite 1303] übelriechend; οὐράνη Aesch. frg. 15; Ar. Pax 38.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
puant.
Étymologie: κακός, ὀσμή.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κάκοσμος, -ον)
αυτός που αναδίδει κακή οσμή, δυσώδης, δύσοσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -οσμος (< ὀσμή), πρβλ. δείνοσμος, ηδύοσμος].
Greek Monotonic
κάκοσμος: -ον (ὀσμή), αυτός που έχει κακή οσμή, άσχημη μυρωδιά, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κάκοσμος: дурно пахнущий, зловонный (οὐράνη Aesch., Soph.; sc. κάνθαρος Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάκοσμος -ον [κακός, ὀσμή] met slechte geur, stinkend.
Middle Liddell
κάκ-οσμος, ον ὀσμή
ill-smelling, Ar.