γαστροειδής: Difference between revisions
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=[[γαστροειδής]] -ές [[γαστήρ]], [[εἶδος]] buikvormig, buikig. | |elnltext=[[γαστροειδής]] -ές [[γαστήρ]], [[εἶδος]] [[buikvormig]], [[buikig]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:41, 29 November 2022
English (LSJ)
ές, paunchlike, round, ναῦς Plu.Per.26: in Eust.1684.28 γαστρο-οίδης (leg. γαστροίδης).
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): γαστροίδης Phot.γ 38; γαστροοίδης Hsch., Eust.1684.28
ventrudo, panzudo ναῦς Plu.Per.26
•de pers. barrigudo Hsch., Phot.l.c., Eust.l.c.
German (Pape)
[Seite 476] ές, bauchartig, ναῦς, bauchig, Plut. Pericl.26.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
en forme de ventre.
Étymologie: γαστήρ, εἶδος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γαστροειδής -ές γαστήρ, εἶδος buikvormig, buikig.
Russian (Dvoretsky)
γαστροειδής: пузатый, с выпуклым кузовом (ναῦς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
γαστροειδής: -ές, ὅμοιος γαστέρι, κυρτός, στρογγύλος, ναῦς Πλούτ. Περικλ. 26· παρ’ Εὐστ. 1684. 28, γαστροοίδης.
Greek Monolingual
γαστροειδής, -ές (Α)
διογκωμένος στο μέσον, όμοιος με γαστέρα στο σχήμα.
Greek Monotonic
γαστροειδής: -ές (εἶδος), όμοιος με κοιλιά, στρογγυλός, κυρτός· ναῦς, σε Πλούτ.