κενεόφρων: Difference between revisions
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κενεόφρων -ον ook κενόφρων [κενεός, φρήν] leeghoofdig, dwaas. | |elnltext=κενεόφρων -ον ook κενόφρων [κενεός, φρήν] [[leeghoofdig]], [[dwaas]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:41, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, gen. ονος, empty-minded, δῆμος Thgn.233; μῦθος, αὖχαι, Simon.75, Pi.N.11.29:—also κενόφρων, βουλεύματα A. Pr.762.
German (Pape)
[Seite 1416] ονος, leeres, eitles Sinnes; δῆμος Theogn. 233. 847; αὖχαι Pind. N. 11, 29; sp. D.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
à l'esprit vain.
Étymologie: κενεός, φρήν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κενεόφρων -ον ook κενόφρων [κενεός, φρήν] leeghoofdig, dwaas.
Russian (Dvoretsky)
κενεόφρων: 2, gen. ονος тщеславный, пустой (αὖχαι Pind.).
English (Slater)
κενεόφρων empty minded ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον (N. 11.29) κενεοφρόνων ἑταῖρον ἀνδρῶν (sc. φθόνον) fr. 212.
Greek Monolingual
κενεόφρων, -ον (Α)
αυτός που ματαιοφρονεί, ο ματαιόδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ε)ο- (βλ. κενο-) + -φρων (< φρήν, -ενός «μυαλό, καρδιά»), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας φρεν- (πρβλ. κρατερόφρων, ταπεινόφρων)].
Greek Monotonic
κενεόφρων: -ον (φρήν), ματαιόφρων, σε Θέογν., Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
κενεόφρων: -ον, μάταια φρονῶν, ματαιόφρων, κ. δῆμος Θέογν. 233, Σιμων. 75· κ. αὖχαι Πινδ. Ν. 11. 38·- οὐδ. κενεόφρονα φῦλα Ἀπολλιν. ἐν Παλ. Διαθ.