παρασπιστής: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παρασπιστής -οῦ, ὁ [παρασπίζω] schildknaap, helper. | |elnltext=παρασπιστής -οῦ, ὁ [παρασπίζω] [[schildknaap]], [[helper]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:42, 29 November 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, shield-bearer, companion in arms, E.El.886, Ph. 1165, Cyc.6.
German (Pape)
[Seite 499] ὁ, Schildträger, Waffenträger, τινί, Aesch. frg. 305; Eur. Cycl. 6 Phoen. 1172 u. öfter; u. in späterer Prosa, wie D. Hal. 1, 13; die VLL. erkl. ὁ παρεστὼς ὁπλίτης.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui se tient auprès, le bouclier à la main, d'où compagnon d'armes.
Étymologie: παρασπίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρασπιστής -οῦ, ὁ [παρασπίζω] schildknaap, helper.
Russian (Dvoretsky)
παρασπιστής: οῦ ὁ боевой помощник, соратник Aesch., Eur.
Greek Monolingual
ὁ, Α παρασπίζω
1. ασπιδοφόρος, οπλοφόρος που μάχεται κοντά σε άλλον
2. ο σύντροφος στη μάχη, συμμαχητής, συμπολεμιστής.
Greek Monotonic
παρασπιστής: -οῦ, ὁ, σύντροφος στα όπλα, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
παρασπιστής: -οῦ, ὁ, ἀσπιδοφόρος, ὁπλοφόρος, ἢ μᾶλλον ὁ σύντροφος ἐν ὅπλοις, Εὐρ. Ἠλ. 886, Φοίν. 1165, Κύκλ. 6.
Middle Liddell
παρ-ασπιστής, οῦ, ὁ, [from παρασπίζω
a companion in arms, Eur.