βωμολοχεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις → if God willed it, you could sail even on a straw mat | God willing, you may voyage on a mat

Source
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=[[βωμολοχεύομαι]] [[βωμολόχος]] de lolbroek uithangen.
|elnltext=[[βωμολοχεύομαι]] [[βωμολόχος]] [[de lolbroek uithangen]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:48, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βωμολοχεύομαι Medium diacritics: βωμολοχεύομαι Low diacritics: βωμολοχεύομαι Capitals: ΒΩΜΟΛΟΧΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: bōmolocheúomai Transliteration B: bōmolocheuomai Transliteration C: vomolocheyomai Beta Code: bwmoloxeu/omai

English (LSJ)

play the buffoon, indulge in ribaldry, Ar.Fr.166; opp. σεμνύνομαι, Isoc.7.49; play low tricks, in Music, Ar.Nu.969, Phld.Mus.p.94K.:—Act. in Hsch. s.v. Λέσβιος ᾠδός, Suid.

Spanish (DGE)

• Morfología: [en v. act. Hsch.s.u. Λέσβιος ᾠδός, Sud.s.u. Διονυσίων σκώμματα]
1 hacer bufonadas, burlarse χαριεντίζῃ καὶ καταπαίζεις ἡμῶν καὶ βωμολοχεύῃ bromeas, te burlas de nosotros y haces bufonadas Ar.Fr.171, σεμνύνεσθαι γὰρ ἐμελέτων, ἀλλ' οὐ βωμολοχεύεσθαι Isoc.7.49, cf. en v.act. Sud.l.c.
2 mús. hacer bufonadas, desafinar εἰ δέ τις αὐτῶν βωμολοχεύσαιτ' ἢ κάμψειέν τινα καμπήν si alguno de ellos desafinaba o realizaba alguna inflexión Ar.Nu.969, cf. Phld.Mus.4.25.34
en v.act. διαφθείρων τὴν μουσικὴν καὶ πρὸς τὸ βωμολοχεύειν τρέπων destrozando la música y aplicándose a desafinar Hsch.l.c.

German (Pape)

[Seite 469] Possen treiben, Speichellecker sein, Ar. Nubb. 956; Gegensatz σεμνύνομαι Isocr. 7, 49; Sp.

French (Bailly abrégé)

faire le bouffon.
Étymologie: βωμολόχος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βωμολοχεύομαι βωμολόχος de lolbroek uithangen.

Russian (Dvoretsky)

βωμολοχεύομαι: скоморошничать, кривляться, дурачиться Arph., Isocr.

Greek (Liddell-Scott)

βωμολοχεύομαι: μεταχειρίζομαι χαμερπῆ κολακείαν, λέγω φλυαρίας, τέρπομαι εἰς ἀπρεπῆ σκώμματα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 212· ἀντίθ. τῷ σεμνύνομαι, Ἰσοκρ. 149D· ―ὡσαύτως ἐπὶ ἀθλίας μουσικῆς, ἴδε ἐν λ. βωμολόχος Ι. 2. Τὸ ἐνεργ. παρ’ Ἡσυχ., ἴδε Λέσβιος ᾠδός, Σουΐδ.

Greek Monolingual

βωμολοχεύομαι (Α) βωμολόχος
κάνω άσεμνα, αισχρά αστεία.

Greek Monotonic

βωμολοχεύομαι: αποθ., χρησιμοποιώ πρόστυχες κολακείες, επιδίδομαι σε φαύλους αστεϊσμούς, σε Αριστοφ., Ισοκρ.

Middle Liddell


Dep. to use low flattery, indulge in ribaldry, Ar., Isocr.