παροκωχή: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
m (Text replacement - ".[[" to ". [[") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παροκωχή -ῆς, ἡ [παρέχω] levering. | |elnltext=παροκωχή -ῆς, ἡ [παρέχω] [[levering]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:50, 29 November 2022
English (LSJ)
ἡ, (παρέχω) supplying, furnishing, νεῶν Th.6.85(ap. Phot., Suid.; παροχή codd.); γνωμῶν J.AJ 17.9.5(v.l. παρακωχή).
German (Pape)
[Seite 526] s. παρακωχή, so steht bei Phot. u. Suid.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
att. c. παρακωχή.
Greek Monolingual
ἡ, Α
το να χορηγεί, το να προμηθεύει κανείς κάτι, η παροχή, η χορήγηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὀκωχή (< ἔχω με αναδιπλασιασμό), πρβλ. κατ-οκωχή].
Greek Monotonic
παροκωχή: ἡ, αναδιπλ. τύπος αντί παροχή, προμήθεια, εφοδιασμός, σε Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παροκωχή -ῆς, ἡ [παρέχω] levering.
Russian (Dvoretsky)
παροκωχή: v.l. παροχή ἡ доставка, поставка (νεῶν Thuc.).
Middle Liddell
παρ-οκωχή, ἡ,
redupl. form of παροχή, a supplying, furnishing, Thuc.