ποικιλόβουλος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=ποικιλόβουλος -ον [ποικίλος, βουλή] listig.
|elnltext=ποικιλόβουλος -ον [ποικίλος, βουλή] [[listig]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:50, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλόβουλος Medium diacritics: ποικιλόβουλος Low diacritics: ποικιλόβουλος Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΒΟΥΛΟΣ
Transliteration A: poikilóboulos Transliteration B: poikiloboulos Transliteration C: poikilovoulos Beta Code: poikilo/boulos

English (LSJ)

ον, of changeful counsel, wily, Προμηθεύς Hes.Th.521; Ὀδυσσεύς APl.4.300.5; Ἑρμείης Orph.H.28.3.

German (Pape)

[Seite 649] von mannichfaltigen, schlauen Rathschlägen; Prometheus, Hes. Th. 521, Odysseus, Ep. ad. 492 (Plan. 300).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux expédients variés, fertile en expédients.
Étymologie: ποικίλος, βουλή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικιλόβουλος -ον [ποικίλος, βουλή] listig.

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλόβουλος: богатый на выдумки, изобретательный (Προμηθεύς Hes.).

Greek Monolingual

-ον, Α
πολυμήχανος, πανούργος («Προμηθέα ποικιλόβουλον», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -βουλος (< βουλή «σκέψη»), πρβλ. πολύ-βουλος].

Greek Monotonic

ποικῐλόβουλος: -ον (βουλή), αυτός που έχει διαφορετικές γνώμες, πανούργος, σε Ησίοδ., Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλόβουλος: -ον, ὁ ἔχων ποικίλας βουλάς, πολυμήχανος, πολύτροπος, Προμηθεὺς Ἡσ. Θ. 521˙ Ὀδυσσεὺς Ἀνθ. Πλαν. 300, κτλ.˙ πρβλ. αἰολόβουλος.

Middle Liddell

ποικῐλό-βουλος, ον, βουλή
of changeful counsel, wily-minded, Hes., Anth.