περίπτυγμα: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=περίπτυγμα -ατος, τό [περιπτύσσω] bedekking.
|elnltext=περίπτυγμα -ατος, τό [περιπτύσσω] [[bedekking]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:50, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίπτυγμα Medium diacritics: περίπτυγμα Low diacritics: περίπτυγμα Capitals: ΠΕΡΙΠΤΥΓΜΑ
Transliteration A: períptygma Transliteration B: periptygma Transliteration C: periptygma Beta Code: peri/ptugma

English (LSJ)

ατος, τό, anything folded round, covering, E.Ion 1391.

German (Pape)

[Seite 589] τό, das Herumgefaltete, die Decke, der Deckel, Eur. Ion 1391.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
enveloppe.
Étymologie: περιπτύσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίπτυγμα -ατος, τό [περιπτύσσω] bedekking.

Russian (Dvoretsky)

περίπτυγμα: ατος τό крышка (ἀντίπηγος εὐκύκλου Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

περίπτυγμα: τό, περικάλυμμα, Εὐρ. Ἴων. 1391.

Greek Monolingual

τὸ, Α περιπτύσσω
(ποιητ. τ.) περικάλυμμα, σκέπασμα.

Greek Monotonic

περίπτυγμα: -ατος, τό, οτιδήποτε διπλωμένο τριγύρω, περικάλυμμα, περιτύλιγμα, σε Ευρ.

Middle Liddell

περίπτυγμα, ατος, τό, [from περιπτύσσω
anything folded round, a covering, Eur.