πρόοπτος: Difference between revisions
σταγόνες ὕδατος πέτρας κοιλαίνουσιν → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πρόοπτος en προῦπτος -ον [~ προοράω] duidelijk zichtbaar. | |elnltext=πρόοπτος en προῦπτος -ον [~ προοράω] [[duidelijk zichtbaar]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:50, 29 November 2022
English (LSJ)
Att. contr. προὖπτος, ον, foreseen, manifest, προόπτῳ θανάτῳ δώσειν τινά Hdt.9.17, cf. Isoc.10.27; ἐς προὖπτον κίνδυνον καταστῆσαι Th.5.99, cf. III; π. ἀγγέλου λόγος A.Th.848 (lyr.); ἐς προὖπτον Ἅιδην S.OC1440, cf. E.Hipp.1366 (anap.); εἰς προὖπτον . . αὑτὸν ἐνέβαλεν κακόν Aristopho 5; εἰς προὖπτον . . ἐμπεσεῖν κακόν Phoenicid.4.18.
German (Pape)
[Seite 737] adj. verb. zu προοράω, zsgz. προὖπτος, vorauszusehen, dah. sichtbar, deutlich, offenbar, Her. 9, 17 u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
par contr. att. προὖπτος, ος, ον :
exposé aux regards, visible, manifeste.
Étymologie: προόψομαι, fut. de προοράω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόοπτος en προῦπτος -ον [~ προοράω] duidelijk zichtbaar.
Russian (Dvoretsky)
πρόοπτος: стяж. προὖπτος или προῦπτος 2 явный, очевидный (θάνατος Her.; κίνδυνος Thuc.): π. ἀγγέλου λόγος Aesch. сообщенная весть (оказалась) верна.
Greek Monolingual
-ον, και αττ. τ. προὖπτος, -ον, Α
1. προφανής, ολοφάνερος ή αναπότρεπτος (α. «σφαῑ τε αὐτοὺς καί ἡμᾶς εἰς προὖπτον κίνδυνον καταστήσειεν», Θουκ.
β. «εἰς προὖπτον αῦτὸν ἐνέβαλεν κακόν», Αριστοφ.)
2. (για λίγο) σαφής («προὖπτος ἀγγέλου λόγος», Αισχύλ.)
3. αυτός που διαπρέπει σε κάτι («γύναιον κάλλει σώματος πρόοπτον», Επιφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -οπτος (< θ. οπ- του ὄπωπα), πρβλ. κάτ-οπτος, περί-οπτος].
Greek Monotonic
πρόοπτος: Αττ. συνηρ. προὖπτος, -ον, ρημ. επίθ. του προοράω (μέλ. -όψομαι), προβλεπόμενος, καταφανής, σε Ηρόδ., Αττ.
Greek (Liddell-Scott)
πρόοπτος: Ἀττ. συνῃρ. προὖπτος, ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ προοράω, προβλεπόμενος, κατάδηλος καταφανής, προόπτῳ θανάτῳ διδόναι τινὰ Ἠρόδ. 9. 17· ἐς προὖπτον κίνδυνον Θουκ. 5. 99, πρβλ. 111· πρ. ἀγγέλου λόγος Αἰσχύλ. Θήβ. 848. ἐς προὖπτον Ἅιδην Σοφ. Ο. Κ. 1440· πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1366· εἰς προὖπτον... αὑτὸν ἐνέβαλεν κακὸν Ἀριστοφῶν ἐν «Καλλωνίδῃ» 1· εἰς προὖπτον… ἐμπεσεῖν κακὸν Φοινικίδης ἐν Ἀδήλ. 1. 18. ΙΙ. διαπρέπων ἐπὶ τινι πράγματι, γύναιον κάλλει σώματος πρόοπτον, διακρινόμενον ἐπὶ καλλονῆ, Ἐπιφάν. τ. Ι, σ. 619Α. ― Ἐπίρρ. προόπτως, φανερῶς, προδήλως, Ἐπιφάν. ΙΙ, 804D.
Middle Liddell
verb. adj. of προοράω fut. -όψομαι
foreseen, manifest, Hdt., attic