προσμαρτυρέω: Difference between revisions
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προσμαρτυρέω [πρός, μάρτυς] getuigenis afleggen. | |elnltext=προσμαρτυρέω [πρός, μάρτυς] [[getuigenis afleggen]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:50, 29 November 2022
English (LSJ)
A bear witness in addition, π. τούτους εἶναι κληρονόμους Is.6.45; confirm by evidence, τῇ προκλήσει τὴν διαθήκην D.45.12, cf. ib.88; π. ταῦτά τινι Plu.Arist.25, etc.: c. dat., bear additional witness to, confirm a thing, τὰ πράγματα -εμαρτύρησε τοῖς λογισμοῖς Plb.3.89.4, cf. Plu.2.119e, etc.:—Pass., προσεμαρτυρεῖτο αὐτῷ ὅτι . . PCair.Zen.288.7 (iii B.C.), cf. S.E.M.7.212. 2 ascribe, πάντα τῷ θεῷ J.AJ5.8.9. II Astrol., to be also in aspect, Procl.Par.Ptol.249, Man.4.384.
German (Pape)
[Seite 772] noch dazu bezeugen, πρὸς ὑπερβολήν, Is. 6, 45; durch sein Zeugniß bestätigen, c. dat. der Sache, τῇ προκλήσει, Dem. 45, 12; τὰ πράγματα προσεμαρτύρησε τοῖς λογισμοῖς αὐτοῦ, Pol. 3, 90, 4; Luc. de salt. 23; τῷ ῥηθέντι, Plut. consol. ad Apollon. p. 363.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
attester en outre ; confirmer par son témoignage : τινί τι témoigner de qch en faveur de qqn.
Étymologie: πρός, μαρτυρέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσμαρτυρέω [πρός, μάρτυς] getuigenis afleggen.
Russian (Dvoretsky)
προσμαρτῠρέω: подкреплять свидетельством, подтверждать (τὰ πράγματα τοῖς λογισμοῖς Polyb.): π. ρηθέντι τινί Plut. подтверждать чьи-л. слова; π. τινί τι Plut. свидетельствовать о чем-л. в пользу кого-л.; προσεμαρτυρήθη … καὶ ἐπεμαρτυρήθη δι᾽ αὐτῆς τῆς ἐναργείας Sext. это было подтверждено (косвенными) доказательствами, а (затем) было засвидетельствовано со всей очевидностью.
Greek Monotonic
προσμαρτῠρέω: μέλ. -ήσω,
I. επιβεβαιώνω με μαρτυρία, σε Δημ.
II. αμτβ., προσμαρτυρέω τινί, φέρνω πρόσθετη μαρτυρία για κάτι, σε Πολύβ.
Greek (Liddell-Scott)
προσμαρτῠρέω: φέρω μαρτυρίαν προσέτι, μαρτυρῶ προσέτι, π. τι εἶναι Ἰσαῖ. 60. 42· βεβαιῶ διὰ μαρτυρίας, τῇ προκλήσει τὴν διαθήκην Δημ. 1105. 2, πρβλ. 1128. 12· πρ. τινί τι Πλουτ. Ἀριστείδ. 25, κτλ.· ― ἀμεταβ., πρ. τινι, φέρω πρόσθετον μαρτυρίαν περὶ τοῦ πράγματος, Πολύβ. 3. 90, 4, Πλούτ. 119E, κτλ. ― Παθ., προσεμαρτυρήθη ὅτι… Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 212.
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to confirm by evidence, Dem.
II. intr., πρ. τινί to bear additional witness to a thing, Polyb.