παντοβίης: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παντοβίης -ου [πᾶς, βία] allen met geweld overwinnend. | |elnltext=παντοβίης -ου [πᾶς, βία] [[allen met geweld overwinnend]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:51, 29 November 2022
English (LSJ)
[ῐ], ου, ὁ, all-overpowering, Ἀχέρων AP7.732 (Theodorid.).
German (Pape)
[Seite 463] ὁ, der Allesbewältiger, Ἀχέρων, Theodorid. 10 (VII, 732).
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui dompte tout par la force.
Étymologie: πᾶν, βία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παντοβίης -ου [πᾶς, βία] allen met geweld overwinnend.
Russian (Dvoretsky)
παντοβίης: ου adj. m все одолевающий, всепобеждающий (Ἀχέρων Anth.).
Greek Monolingual
ό, Α
αυτός που καταβάλλει τους πάντες, που νικά τους πάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -βίης (< βία), πρβλ. δεινο-βίης].
Greek Monotonic
παντοβίης: -ου, ὁ (βιάω), αυτός που καταβάλλει, νικά όλους τους άλλους, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
παντοβίης: -ου, ὁ, ὁ τοὺς πάντας καταβάλλων, κατανικῶν, Ἀχέρων Ἀνθ. Π. 7. 732.
Middle Liddell
παντο-βίης, ου, ὁ, βιάω
all-overpowering, Anth.