πραγμάτιον: Difference between revisions
διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πραγμάτιον -ου, τό [πρᾶγμα] zaakje. | |elnltext=πραγμάτιον -ου, τό [πρᾶγμα] [[zaakje]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:51, 29 November 2022
English (LSJ)
τό, Dim. of πρᾶγμα, trifling matter, petty lawsuit or business, Ar.Nu.197,1004, Arr.Epict.1.27.16, POxy.746.6 (i A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 693] τό, dim. von πρᾶγμα, ein Geschäftchen; Ar. Nubb. 198. 991; Epinic. bei Ath. X, 432 c.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite affaire, particul. procès.
Étymologie: dim. de πρᾶγμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πραγμάτιον -ου, τό [πρᾶγμα] zaakje.
Russian (Dvoretsky)
πραγμάτιον: (μᾰ) τό небольшой судебный процесс, дельце Arph.
Greek (Liddell-Scott)
πραγμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πρᾶγμα, μηδαμινὴ ὑπόθεσις, μικρὰ καὶ ἀσήμαντος δίκη, Ἀριστοφ. Νεφ. 197, 1004, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 27, 16, κλπ.
Greek Monolingual
το, Α πρᾶγμα, -ατος
1. μηδαμινή υπόθεση
2. μικρή και ασήμαντη δίκη.
Greek Monotonic
πραγμάτιον: τό, υποκορ. του πράγματος, μηδαμινή υπόθεση, μικρή και ασήμαντη δίκη, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
πραγμάτιον, ου, τό, [Dim. of πρᾶγμα
a trifling matter, petty lawsuit, Ar.