κεντρηνεκής: Difference between revisions
ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κεντρηνεκής -ές [κέντρον, φέρω] met de prikkel aangespoord (een paard). | |elnltext=κεντρηνεκής -ές [[[κέντρον]], [[φέρω]]] met de prikkel aangespoord (een paard). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:57, 29 November 2022
English (LSJ)
ές, spurred or goaded on, ἵπποι Il.5.752, 8.396.
German (Pape)
[Seite 1418] ές, mit dem Stachel angetrieben, angespornt (ἐνεγκεῖν), ἵπποι, Il. 5, 752. 8, 396.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
pressé par l'aiguillon.
Étymologie: κέντρον, ἐνεγκεῖν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεντρηνεκής -ές [κέντρον, φέρω] met de prikkel aangespoord (een paard).
Russian (Dvoretsky)
κεντρηνεκής: подгоняемый стрекалом, пришпориваемый (ἵπποι Hom.).
English (Autenrieth)
ές: goaded on. (Il.)
Greek Monolingual
κεντρηνεκής, -ές (Α)
(για άλογο) αυτός που κεντρίζεται, που παροτρύνεται για να τρέξει («κεντρηνεκέας ἔχον ἵππους», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + -ηνεκής. Το β' συνθετικό της λ. ανάγεται σε τ. -ενεκ-ής, στον οποίο απαντά το θέμα τών ἐνεγκεῖν, ἐνεχθῆναι με τροπή του αρχικού -ε- σε -η- λόγω της εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. διηνεκής, δουρηνεκής)].
Greek Monotonic
κεντρηνεκής: -ές (*ἐνέγκω), κεντρισμένος ή υποκινημένος, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
κεντρηνεκής: -ές, κεντούμενος, παροτρυνόμενος, ἵπποι Ἰλ. Ε. 752., Θ. 396.
Middle Liddell
κεντρ-ηνεκής, ές [*ἐνέγκω]
spurred or goaded on, Il.